Μερικοί ΄Ελληνες δεν γουστάρουν πολύ αύτή τη λέξη: τη βλέπουν σαν την έκφραση μίας καθυστέρησης του Ελληνικού λαού. σαν μία μαρτυρία μεσαιωνικής οπισθοδρόμησης, μαζί μέ δήθεν υπολείμματα της τουρκοκρατίας, σέ κραυγαλέα άντίθεση μέ την «εύρωπαϊκή», διαφωτισμένη, πολιτισμένη προοδευτική εξέλιξη, στην οποία καλύτερα θά ταίριαζε ο χαρακτηρισμός «Ελληνισμός». Αλλά ό 'Έλληνας έχει πολύ περισσότερους συναισθηματικούς λόγους νά αισθάνεται «Ρωμιός» άπ' οτι «Έλληνας». Και έτσι φαίνεται οτι, αν υπάρχει κάποιος έλληνικός εθνικισμός, αυτός εκφράζεται μέ την έννοια της ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ, πού είναι έκφραση τής συνείδησης, και οχι γεωγραφικός όρος, όπως το ονομα ΕΛΛΑΔΑ.
Τό καταπληκτικό στή λέξη ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ είναι τό ιστορικό φόντο, ακριβώς και σέ σύγκριση μέ τήν εύρωπαϊκή εξέλιξη: γιατί σ' αύτήν τήν λέξη επιζεί τό παράξενο γεγονός, οτι ή παντοδύναμη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, πού σαν ξενοκρατία καταδυνάστευε τούς "Ελληνες γιά 300 χρόνια και κατέρρευσε στο 3ο αιώνα μ.Χ., γιά νά μεταρρυθμιστεί άπό τόν Κωνσταντίνο τον Μέγα, μόνον στις ελληνικές βάσεις αύτής τής μεταρρύθμισης μπορούσε νά υφίσταται γιά 1000 χρόνια.
Είναι μία από τις πιο καταπληκτικές ειρωνίες της ιστορίας, ότι ο μικρός λαός των Ελλήνων θεωρεί τον εαυτό του «Ρωμαίο», ενώ στή Δύση ξένοι λαοί προσπαθούν νά ξαναζωντανέψουν τήν «Ρώμη».
Και σ' αύτήν τήν ονομασία της ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ διαψεύστηκε και διαψεύδεται κάθε δυτική προσπάθεια, νά επικαλείται μία νεφελώδη «ελληνορωμαϊκή» κληρονομιά σαν υψηλή αποστολή της Δύσης.
Ή ύπαρξη της ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ άποκαλύπτει τήν «Άγια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, του Γερμανικού "Εθνους» ως φάρσα και αποδείχνει οτι ή Αναγέννηση τίποτα άλλο δεν άναγέννησε παρά ένα φάντασμα, πού ούτε καν υπήρχε.
΄Ετσι ή ύπαρξη της ΡΩΜΙΟΣΤΝΗΣ βεβαιώνει οτι κάθε έπίκληση της αρχαίας Ελλάδας, της αρχαίας Ρώμης, της Αύτοκρατορίας, του πολιτισμού, δεν ήταν ποτέ τίποτα άλλο, παρά ή ιδεολογική συγκάλυψη κατακτητικών, αποικιοκρατικών δυναστικών προσπαθειών —κάτι. που πάντοτε έλλειψε σέ εντυπωσιακό βαθμό από κάθε φάση της Ελληνικής ιστορίας.
Τό πιο συναρπαστικό και ταυτόχρονα φρικτό παράδειγμα της έλλειψης ιδεολογικής συγκάλυψης στήν Ελληνική πραγματικότητα είναι ίσως ο διάλογος Αθηναίων και Μηλίων τό 416 π.Χ. όπως τό μεταδίδει ο Θουκιδίδης: ποτέ στήν ιστορία δεν έχει εκφραστεί πιο καθαρά ό κυνισμός του πιο ισχυρού πού πάει νά καταχτήσει,
είναι αποκρουστικό σέ απέραντο βαθμό ταυτόχρονα όμως έχει ένα θετικό σημείο: δεν κατέχεται από τό ιδεολογικό ψέμμα, πού χαρακτηρίζει, από τήν Ρωμαϊκή Αύτοκρατορία μέχρι σήμερα, τή Δύση και πού εξαφανίστηκε στήν Ελληνική συνέχεια της Ρώμης στήν... ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ.
Στήν Ελληνική ιστορία παρατηρούμε απ' αρχής μία ευκολία στήν μετακίνηση, πού ταυτόχρονα δέν επηρεάζει τήν «εθνική ταυτότητα» των μεταναστών, αρχίζοντας από τήν μυκηναϊκή εποχή εως τις τελευταίες «αποικίες» της αρχαιότητας. Οί αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις κατάργησαν κατά τήν Ελληνιστική εποχή τις φυλετικές διαφορές, και δημιούργησαν τό «'Ελληνικό σύνολο», πού δέν ταυτίζεται πιά μέ γεωγραφικές περιοχές, αλλά βρίσκεται τόσο στις αρχικές περιοχές της διαμονής του όσο και διασκορπισμένο από τον Πόντο έως τήν Ισπανία, σέ όλο τό μήκος των άκτών της Μεσογείου.
Πολύ ενδιαφέρον είναι επίσης τό γεγονός, ότι τό «εθνικό κέντρο» αλλάζει πολλές φορές και για αιώνες ολόκληρους βρίσκεται έξω άπό τήν ίδια τήν 'Ελλάδα, και μερικές φορές ακόμα και πολλαπλασιάζεται: Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια έμφανίζονται επί Βυζαντίου και τουρκοκρατίας ταυτόχρονα σαν κέντρα του Ελληνισμού. Επίσης άξιοσημείωτο είναι τό γεγονός, οτι κατά τήν τουρκοκρατία ολόκληροι πλυθησμοί αφήνουν τις περιοχές τους, γιά νά ξεφύγουν από τήν αγριότητα τοπικών τουρκικών παραγόντων ή από τήν έκδίκηση τοπικών εξεγέρσεων, όπως στο 18ο αιώνα, πού ένα μεγάλο μέρος τών Μωραιτών έφυγε στήν Μικρασία και στά νησιά του Αιγαίου, όταν οί Τούρκοι γιά τιμωρία έφεραν τούς Αρβανίτες.
"Ετσι φαίνεται οτι ο Ελληνισμός, με όλο τον πατριωτισμό του, δεν έχει εδαφικές σωβινιστικές δεσμεύσεις. «"Οπου γης και πατρίδα» δεν είναι κοινή φράση. Μία βασική συμπεριφορά πού για τον Εύρωπαΐο-σωβινιστή πρέπει κατ' ανάγκη νά εμφανίζεται συμπεριφορά «ξεριζωμένου λαοϋ». Και όμως αύτός ο «ξεριζωμένος λαός» είναι ό μόνος — μαζί με τον άλλο, τον καθεαυτοΰ ξεριζωμένο εβραϊκό λαό — πού διατηρεί εδώ και 3500 χιλιάδες χρόνια τήν εθνική του ταυτότητα.
Μία ολοκληρωμένη ιστορική κάτοψη θά θεωρούσε μάλλον αύτό τό γεγονός τό αληθινό «Ελληνικό θαϋμα» και μόνον μέσα στα πλαίσια του, μέ σχετικά μειωμένη σημασία, τό «πολιτιστικό θαύμα της αρχαιότητας».
Μέ μία απλοποίηση πού εξιδανικεύει, μπορεί νά χαρακτηρισθεί ή «εθνική συνείδηση» τοϋ ΄Ελληνα σάν η συνείδηση τού οτι είναι άνθρωπος. ΄Οχι μέ την έννοια μιας «αποστολής» για το καλό της ανθρωπότητας, αλλά σάν τρόπος ζωής, πού, χωρίς νά αναλύεται ιστορικά, εμφανίζεται σάν αυτοτελής σκοπός.
Αυτό ήταν ήδη ή έννοια της διαφοροποίησης μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων στην αρχαιότητα, χωρίς νά δημιουργήσει εθνικιστικές αντιλήψεις, ουτε κατά τήν Μακεδονοκρατία — πού στο ιμπεριαλιστικό της επεκτατισμό ειχε αρκετά «βαρβαρικά» στοιχεία και σε τίποτα δεν είχε σχέση με ότι ό Ελληνισμός είχε αναπτύξει στήν εξέλιξή του από τή μυκηναϊκή έποχή ως τον χρυσό αιώνα.
Καί ο βασικός προσανατολισμός της Ελληνικής συνείδησης, της «νοοτροπίας» (πού άφορα τον ΝΟΥ), ότι ή ζωή της κοινωνίας σάν αυτοτελής σκοπός ολοκληρώνεται στή ζωή τοϋ άτομου σάν αϋτοτελοϋς σκοπού, αυτή ή έπιφανειακά άντιφατική, στο βάθος όμως σαφώς διαλεκτική άντίληψη, φαίνεται νά έχει διατηρηθεί ώς εκδήλωση της συμπεριφοράς, πού ποτέ δέν μπορεί νά κατανοηθεί από λαούς οι οποίοι ζουν καί πεθαίνουν γιά τον βασιλέα, για τό βασίλειο, γιά μία «ιδέα», καί ακόμα γιά τήν δουλειά, τήν εργασία καί έτσι δέν ξέρουν τί σημαίνει ζωή, έλευθερία, άνθρώπινη ύπαρξη... άνθρωπιά.
Γι' αύτό ή άξίωση τοϋ ποιητή, ότι αυτός ό μικρός λαός πολεμά «γιά όλου τοΰ κόσμου τό ψωμί, τό φως καί τό τραγούδι» δέν είναι άλαζονική αυθάδεια, αλλά η συνειδητή αναφορά στή παράξενη ιδιομορφία των Ελλήνων.
Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου τοϋ κόσμου το ψωμί, τό φως και το τραγούδι.
Κάτω απ' την γλώσσα τον κρατεί τους βόγγους και τά ζήτω
κι αν κάνει πώς τραγουδεί, ραγίζουν τά λιθάρια
Λαυρέντιος Γκεμέρευ
¨Η δύση της Δύσης" 1977
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου