«Ψώνιζε και μη ερεύνα» ή πώς ο ασβέστης του καταναλωτισμού έσβησε το πρόσωπο του ανθρώπου
conc.jpg
Όταν ο Μπρεχτ στην περίφημη Όπερα της πεντάρας έγραφε το σαρκαστικό ασμάτιο «Πρώτα έρχεται η μάσα και μετά η ηθική...», ποιος φανταζόταν αλήθεια ότι το δίστιχο αυτό θα γινόταν έμβλημα, σύνθημα, κανών μιας εποχής, της δικής μας εποχής; Ποιος τολμά σήμερα δημοσίως να μιλήσει περί ηθικής, να προτάξει την ηθική έναντι των «μεγάλων φαγοποτίων», όπου το πρώτο που καταναλώνεται είναι ο άνθρωπος και η ανθρωπιά του, ο άνθρωπος και η αξιοπρέπειά του, ο άνθρωπος και η λεβεντιά του;
Ειλικρινά, μου είναι δυσάρεστο μετά από 35 χρόνια να επανέρχομαι σ' ένα θέμα που νομίζω ότι το είχα εξαντλήσει με μια σειρά δοκιμίων που είχαν δημοσιευθεί σε παλιά διδακτικά βιβλία μου, που ποτέ δεν ήταν βιβλία μιας χρήσης και οι μαθητές μου -κάτι που με συγκινεί- τα κρατούν ως εγκόλπια. Έγραφα σ' ένα βιβλίο μου μεταδικτατορικά ότι η κρίση στις αναπτυγμένες κοινωνίες της Δύσης δεν είναι αποτέλεσμα υποπαραγωγής αλλά υπερπαραγωγής καταναλωτικών αγαθών. Και προσέθετα (δεν αλλάζω ούτε μία συλλαβή):
«Σ' ένα πρώτο βλέμμα το φαινόμενο φαίνεται κάπως παράδοξο, αλλά αν εξεταστεί σε βάθος, θα διαπιστώσουμε ότι το παράδοξο αυτό είναι μια λογική ακολουθία της γενικής ανισορροπίας που διέπει τον σύγχρονο ρυθμό παραγωγής. Ο μεταπολεμικός άνθρωπος θεώρησε την υπερπαραγωγή σαν πανάκεια για την εξάλειψη κάθε οικονομικής και κοινωνικής νόσου. Για να απορροφηθούν, όμως, τα τεράστια μεγέθη παραγωγής, έπρεπε το καταναλωτικό κοινό ν' αποκτήσει αγοραστικές δυνατότητες κι επιπλέον να αυξηθούν οι καταναλωτικές του τάσεις. Το πρώτο έγινε δυνατό με την αύξηση των αποδοχών και το δεύτερο με την τεχνητή, μέσω των διαφημίσεων, αύξηση των αναγκών του. Έτσι προέκυψε η καταναλωτική κοινωνία των ημερών μας, η κοινωνία που δεν καταναλώνει για να ζη, αλλά ζη για να καταναλώνει».

Κυνηγώντας την ηλεκτρονική μπανάνα


Υπογράμμισα επί τούτω τον όρο «καταναλωτικό κοινό», για να κάνω περισσότερο ψηλαφητή την αρχικά λεκτική έκπτωση του ανθρώπου. Όταν η κατανάλωση γίνεται το κύριο προσδιοριστικό στοιχείο μιας κοινωνίας, μπορούμε να υποθέσουμε ότι έχει γίνει το πρώτο βήμα για τη μαζοποίηση, την πολτοποίηση, τον αποκεφαλισμό των κοινωνιών! Ασφαλώς, κεφαλές θα υπάρχουν, αλλά θα λειτουργούν με δοτό μυαλό, που θα τίθεται σε ενέργεια στη θέα μιας αφίσας ή στο άκουσμα ενός διαφημιστικού μηνύματος. Ο Τζον Γκαλμπρέιθ, ο νονός του όρου «Κοινωνία της Αφθονίας» (The alfluent society, 195Cool και συγγραφέας ομώνυμου βιβλίου ήταν από νωρίς προειδοποιητικός:


«Η αύξηση της παραγωγής προορίζεται να ικανοποιήσει τη λαχτάρα μας για πιο κομψά αυτοκίνητα, πιο εξωτικό φαγητό, πιο προκλητικό ντύσιμο, πιο πολυτελή ψυχαγωγία, για όλα γενικώς τα είδη που τώρα υπηρετούν τις φιλήδονες, θανατερές, όχι και τόσο τιμητικές, επιθυμίες μας».
Πώς τώρα κατόρθωσαν κάποιοι να κάνουν ζυμάρι τη μοίρα των λαών, να μετατρέψουν τον άνθρωπο σε ένα απλό καταναλωτικό ον, «σ' ένα καματερό ανθρωπόμορφο σπρωγμένο από τη βουκέντρα», όπως θα έλεγε ο Παλαμάς, είναι απλό: αποπνευματοποίησαν τη ζωή, στιγμάτισαν ως οπισθοδρόμηση την εγκράτεια και ως σκοταδισμό τη θρησκευτική νηστεία που λειτουργούσε όχι μόνο ως θρησκευτική εκδήλωση, αλλά και ως άσκηση αυτο-εγκρατείας. Κριτής της φιλοκαλίας και ρυθμιστής της κοινωνικής συμπεριφοράς ήταν η τηλοψία και η διαφήμιση, που βοηθούμενες από την ψυχολογία βρήκαν μύριους τρόπους να ανατινάξουν τον ψυχικό κόσμο μας και να μας μετατρέψουν σε σκυλάκια του Παυλόφ, σε μοντέρνους πιθήκους που τρέχουν ασθματικά πίσω από την κάθε φορά νέα ηλεκτρονική μπανάνα.
«Έτσι» γράφει ο Βιεννέζος βιολόγος Κόνρατ Λόρεντζ «κατόρθωσαν (οι μεγιστάνες της παραγωγής) να πείσουν το μεγαλύτερο μέρος των καταναλωτών ότι το γεγονός τού να διαθέτουν το τελευταίο μοντέλο ενδυμασίας, αυτοκινήτου, πλυντηρίου, τηλεοράσεως αποτελεί αλάνθαστο σημείο ανωτέρας καταστάσεως» (Τα 8 θανάσιμα αμαρτήματα του Πολιτισμού, σ. 172).
 
 
 
Γενοκτόνοι και οικοκτόνοι

Δεν είναι του παρόντος να εξηγήσω το πώς η πολιτική αυτή πετύχαινε και πετυχαίνει κάθε λίγο και λιγάκι να μας προσφέρει την καταστροφή, όπως ο Φαίδων εισέπραξε τον κεραυνό του Δία και να θρηνούμε φέτος χιλιάδες νεκρούς από το τσουνάμι στον Ινδικό, χιλιάδες από τον τυφώνα στη Ν. Λουϊζιάνα και ειδικά στη μαύρη (με κάθε έννοια) Νέα Ορλεάνη, εκατοντάδες στην Περσία (αυτούς δεν τους θυμήθηκε κανείς), να θρηνολογούν και ακολούθως να ανοητολογούν οι καναλοκράτορες και να λένε πως «η φύση εκδικείται» και όχι ότι εμείς βιάσαμε τη φύση ή ότι οι καταστροφές αυτές είναι ενδεχομένως οι σφαδασμοί ενός πλανήτη που πεθαίνει, επειδή αυτοί που τον κατοικούν και κυρίως αυτοί που τον κυβερνούν εφαρμόζουν χρόνια τώρα μια πολιτική οικοκτονίας. «Κόβεται» η κυρία Ντελ Πόντε να δικάσει αυτούς που αυτή θεωρεί «γενοκτόνους», αλλά δεν τολμά να απλώσει χέρι στους αποδεδειγμένα οικοκτόνους. Ένας στρατηγός, νευρόσπαστο των «γκάγκστερ της παγκοσμιοποίησης» κρέμασε στις 10 Οκτωβρίου 1995 στις φυλακές του Χαρκούρ της Νιγηρίας τον διάσημο συγγραφέα Κεν Σάρυ-Ουίβουα, με οκτώ οικολόγους, επειδή αντιστάθηκαν μαζί με τους ηρωικούς ψαράδες της θαρραλέας φυλής των Ογκόνι στην απόπειρα της Shell να κάνει γεωτρήσεις στο Δέλτα του Νίγηρα, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τον αφανισμό των αλιευμάτων (βλ. Ζαν Ζίγκλερ: Ιδιωτικοποίηση του κόσμου και οι νέοι κοσμοκράτορες, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2005, σ. 111). Ο Ζαν Ζιγκλέρ δεν έχει κανέναν δισταγμό να γράψει ότι η διαβόητη «παγκοσμιοποίηση δεν παγκοσμιοποίησε τον κόσμο. Τον κατάτμησε» (σ. 60). Εγώ, περισσότερο επιεικής, στο βιβλίο μου Παγκοσμοποίηση: για ένα παγκόσμιο σύστημα ολοκληρωτικής εξουσίας (Κάκτος), είμαι πιο επιεικής. Γράφω απλώς πως τον ρήμαξε. Άλλωστε, και γι' αυτό εδώ και δέκα χρόνια αποφεύγω να μιλώ -όσο μού είναι δυνατό- για καπιταλισμό και χρησιμοποιώ έναν πιο ευλαβή όρο: «παγκόσμιο γκαγκστερικό σύστημα». Ένα σύστημα που κινείται μέσα στo πλαίσιo μιας νομιμοποιημένης βρόμας. Όσο για τον περίφημο φιλελευθερισμό, πόρρω απέχει από το να είναι ο φιλελευθερισμός του Άνταμ Σμιθ. Είναι σε πρώτο επίπεδο ένα παραμύθι για κουτά παιδιά, για να θυμηθούμε τον Κίπλιγκ, σε ένα δεύτερο μια ιδεολογία που σκοπεί στη νομιμοποίηση της παγκόσμιας επιβολής του γκαγκστερικού κεφαλαίου και σε τρίτο επίπεδο -για να έλθω στο θέμα μου- σε μολωχοποίηση του χρήματος: Δεν θέλω το χρήμα για να τρώγω. Αυτό που μ' ενδιαφέρει είναι να τρώγω ανθρώπους. Το χρήμα είναι τα σαγόνια μου.

Το χρήμα και γι' αυτούς που το έχουν και γι' αυτούς που το στερούνται έχει γίνει μια τεράστια κρεατομηχανή. Αυτοί που το έχουν θέλουν ακόμη περισσότερο και όσοι δεν το έχουν δεν διστάζουν να πετσοκοπούν, να πουλήσουν ακόμη και όργανά τους (π.χ. νεφρά), να πουλήσουν τα παιδιά τους, να πουλήσουν όσια και ιερά. Ο λεγόμενος «νόμος της αγοράς» -ή καλύτερα της εξαγοράς- μετατρέπει όχι μόνο τον Homo Εconomicus αλλά και κάθε άνθρωπο σε ένα απλό αγοραστικό ον, τον εισάγει σε μια διαδικασία σπατάλης, όπου ισχύει το δόγμα: «Ψώνιζε και μη ερεύνα». Αλλά όποιος μαθαίνει να αγοράζει και ζει για να αγοράζει, τελικά αγοράζεται ο ίδιος.

Η Θεολογία της Αγοράς έχει μετατρέψει τη διαφήμιση σε προσευχή, τα υπερκαταστήματα σε ναούς ή ακόμη και σε παραδείσους. Όσα υπόσχεται το Ισλάμ στους πιστούς μετά θάνατον, τα προσφέρει αφειδώς η θρησκεία του καταναλωτισμού πριν από τον θάνατο, έστω και αν είναι προς θάνατον. Η διαφήμιση -δυστυχώς- κατορθώνει τα ακατόρθωτα. Πέτυχε να κάνει τον άνθρωπο υπηρέτη των πραγμάτων και όχι τα πράγματα υπηρέτες του ανθρώπου. Κάποιοι προ ετών είχαν ονομάσει τη διαφήμιση «δημοκρατία της αγοράς». Δεν είχα κανέναν δισταγμό σε ένα δοκίμιό μου του 1988 να την ονομάσω «Λέπρα της Αγοράς». Και δεν μετανοώ. Γιατί αυτό που ο ασβέστης του καταναλωτισμού έσβησε ήταν πρώτα το ανθρώπινο πρόσωπο. Αντιγράφω μια φράση από το παλιό εκείνο δοκίμιο: «Εκεί όπου ο άνθρωπος υπηρετεί τον καταναλωτισμό, χάνει την αξιοπρέπειά του» (Προβληματισμοί, το Ε', σ. 115). Μήπως η σύγχρονη Εύα δεν υιοθέτησε τον τύπο της εξευγενισμένης εταιρείας*; Μήπως δεν έγινε «σαπούνι του άντρα»; Μήπως δεν υποβαθμίστηκε στη συνείδηση των παιδιών; Μήπως δεν έγινε σκλάβα της πιο κερδοφόρας επιστημονικής τυραννίας που ονομάζω «σωματογεωμετρία»;

Ας θυμηθούμε τον Σωκράτη τώρα!


Λέμε ότι χάθηκε η ποιότητα των ανθρώπων. Κι αυτό γιατί βαλθήκαμε να φτιάξουμε έναν Παράδεισο που δεν διαφέρει από την Κόλαση. Τα θαυματουργά ελιξίρια του καταναλωτισμού δεν μας απελευθέρωσαν από τις ανάγκες. Μας δέσμευσαν σε νέες. Ενώ εμείς νιώθουμε την ανάγκη ενός μόνου πράγματος, όταν εισέλθουμε σ' ένα υπερκατάστημα αισθανόμαστε την ανάγκη για δέκα και φεύγουμε με δώδεκα! Όσο κι οι μαθητές του Χριστού. Κάπου, όμως, ξεχνάμε τον Ιούδα, που έχει κρυφτεί μέσα μας, στην ψυχή μας, και γι' αυτό ασύστολα προδίνουμε τον εαυτό μας, τον πλησίον μας, τον απέναντί μας. Από πολλές απόψεις θυμίζουμε Ταλλεϋράνδο, τον διαβόητο οβολόδουλο διπλωμάτη, για τον οποίο ο Βοναπάρτης είχε πει το ανεπανάληπτο: «Τον αγόρασαν όλοι, μα τους πούλησε όλους. Το μόνο που δεν πούλησε ήταν η μάνα του, κι αυτό γιατί ήταν... ορφανός»!

Ο Κάρολος Μαρξ (που κάποιοι προσποιούνται ότι πια δεν τον θυμούνται) είχε γράψει: «Η παραγωγή υπερβολικού αριθμού χρήσιμων πραγμάτων οδηγεί στη δημιουργία άχρηστων ανθρώπων». Σήμερα, οι τεχνικές δυνατότητες περιόρισαν τις φυσικές μας ικανότητες. Για παράδειγμα: το αυτοκίνητο κατάντησε τον άνθρωπο ακίνητο. Τον έκανε μηχανοκένταυρο. Η τεχνολογία αφήρεσε από τον άνθρωπο την ικανότητα να σκέπτεται και τον έκανε ικανό μόνο να λογαριάζει. Όπου εξαπλώνεται η κατανάλωση, εξατμίζεται η λογική και το συναίσθημα. Ακόμη και η φαντασία έγινε «φυτευτή». Έτσι, εμείς καταναλώνουμε κι άλλοι επωφελούνται. Σε κάθε πρόκληση της αγοράς απαντάμε με μια δική μας αγορά. Κι ενώ βλέπουμε το τυρί, δεν βλέπουμε τη φάκα. Μακαρίως αυτοεγκλειόμεθα στη χειρότερη φυλακή, τη φυλακή των αναγκών μας. Quo vadimus? Κατά κρημνών, αν δεν συνέλθουμε παντελώς. Ο πλανήτης είναι μια «φλεγμαίνουσα», όπως θα έλεγε ο Πλάτων, πολιτεία. Η παγκόσμια κοινωνία μοιάζει με ένα ερεθισμένο σπυρί, έτοιμο να σπάσει. Και τότε μια ανθρώπινη τρικυμία θα ξεσπάσει, που δεν θα είναι επανάσταση πολιτική, οικονομική, εθνική, θρησκευτική. Θα είναι επανάσταση κανιβαλική. Προτού, όμως, φτάσουμε ως εκεί, μπορούμε και πρέπει να κάνουμε κάποιες διορθωτικές κινήσεις. Η θεραπεία είναι γνωστή: να μην αγοράζουμε τίποτα, αν δεν το χρειαζόμαστε, και, κυρίως, όταν μπορούμε να το φτιάξουμε μόνοι μας. Κι αντί να έχουμε ως πρότυπα τους/τις «σταρς» του Χόλλυγουντ, να έχουμε τον Σωκράτη, που περπατώντας ανυπόδητος (τα υποδήματα τα κρατούσε στη μασχάλη) με έναν τριμμένο χιτώνα στην αγορά των Αθηνών και βλέποντας την αφθονία των αγαθών έλεγε το αμίμητο: «Πόσο πλούσιος είμαι που δεν τα έχω ανάγκη...»!
Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν: «Πλούσιος ο ελαχίστοις αρκούμενος». Γι' αυτό φρόντισε ο καταναλωτικός δεσποτισμός να σκοτώσει τον λόγο των αρχαίων. Διότι αν ίσχυε ο λόγος αυτός, δεν θα φθάναμε σήμερα στο παγκόσμιο γκαγκστερικό σύστημα, που μας κάνει να ξεχνάμε ότι η μεγάλη δόξα της Αμερικής είναι ο Ουίτμαν και όχι η Coca Cola, που σε κάνει να πηγαίνεις με όλα εκτός από τον εαυτό σου.

άρθρο του Σαράντου Καργάκου δημοσιευμένο υπό τον τίτλο  «H κατανάλωση τού ανθρώπου» στο τεύχος υπ.αριθμ. 58 του καλού περιοδικού ΝΕΜΕCIC.Οι επισημάνσεις και υπογραμμίσεις  στο κείμενο είναι τού μεταφορέως.