Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Προσκυνούμεν σου τα Πάθη

Εξέδυσάν με τα ιμάτιά μου και ενέδυσαν με χλαμύδα κοκκίνην.
Έθηκαν επί την κεφαλήν μου στέφανον εξ ακανθών και 
επί την δεξιάν μου χείρα έδωκαν κάλαμον,
 ίνα συντρίψω αυτούς ως σκεύη κεραμέως.




Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας. 
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων βασιλεύς. 
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις. 
Ράπισμα κατεδέξατο, ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ. 
Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας. 
Λόγχη εκαντήθη, ο υιός της Παρθένου. 
Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.
 Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.


Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.
 Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
σήμερα έλαβαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρεισκαταραμένοι.
Ο κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόνταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ' εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
- Σώνουν, Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν
και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
κι στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθ' ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της
ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητάει τ' αργηροψάλιδο να κόψει τα μαλλιά της.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα
πήραν το δρόμο το στρατί, στρατί το μονοπάτι
το μονοπάτι τ'ς έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, κανέναν δεν γνωρίζει^
τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Αη-Γιάννη.
- Αφέντ', Αγιάννη, Πρόδρομε, και βαπτιστά του γιου μου
Μήν' είδες τον υιόκα μου και το διδάσκαλό σου;
- Δεν έχω στόμα να Σου πω, γλώσσα να Σου μιλήσω
δεν έχω χειροπάλαμο για να σου τον(ε) δείξω.
Βλέπεις εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είν' ο Γιόκας σου και με διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τόν(ε) ρωτάει:
- Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς, παιδί μου;
- Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Σύρε, μάνα μ', στο σπίτι σου, κάμε την προσευχή σου
βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
και δώσε την παρηγοριά να την(ε) λάβουν κι άλλοι.
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι
που θα λαλήσ' ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες
Σημαίν' ο Θιος, σημαίν' η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια-Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λίβανο από τον Αγιο Τάφο.


Σουλτάνα Σιμιτζή, Δέσποινα Σπύρου


(Από τη συλλογή της Ελένης Λάμπρου, Τραγούδια της Στενής Εύβοιας)

2 σχόλια: