Στη Λέσβο συχνά-πυκνά συναντιόντουσαν οι νταήδες, έτοιμοι να παρέμβουν σε φασαρίες ή να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ύποπτες δουλειές. Πάντα είχαν την κάμα στο ζωνάρι, συχνά όμως ήταν οπλισμένοι σαν αστακοί με σταυρωτά φυσεκλίκια και γκράδες.
Προτιμούσαν να κατοικούν έξω απο την πόλη σε ψηλά σημεία, είτε για να μην έχουν πολλά πάρε-δώσε με τον πολύ κόσμο, είτε σε περίπτωση πραγματικού κινδύνου το φευγιό τους να είναι εύκολο και ακίνδυνο.
Ο λαθρέμπορας είναι το άτομο, που μόνο και μόνο για χάρη του κέρδους βουτιέται θεληματικά και χωρίς αντίδραση μες στο βούρκο τηε ψευτιάς, της απάτης, της προστυχιάς, της αντικρατικιάς δράσης.
Είναι τύπος σιχαμερός, αποκρουστικός.
Οι κοντραμπατζής-κι αυτός λαθρέμπορος- ο μυτιληνιός κι αιβαλιώτης, είναι η απόλυτη λεβεντιά, όπως την οραματίζεται ο αγνός μας λαός, παρουσιασμένη από έναν άνθρωπο. Λεβεντιά στο κορμί, λεβεντιά στο ψυχή, λεβεντιά στη καρδιά. Είχε βέβαια σκοπό το κέρδος. Μα μαζί μ' αυτό πιο πολύ τον ξεσήκωνε η ιδέα πως μεταφέροντας απ' το λεύτερο ελληνικό κράτος και πουλώντας κρυφά τα καπνά, το μπαρούτι και τα πολεμικά τουφέκια-τίποτα άλλο- έδειχνε τη σωματική του αξιωσύνη αλλά και την παλληκαριά να αψηφά τους ζαπτιέδες και τους κολτζήδες
..Οι νεώτεροι Λέσβιοι συγγραφείς, μελετώντας την άγραφη λαική παράδοση, μας παραδώσανε στα έργα τους μεγάλες μορφές παλληκαριών, που είτε ως αντάρτες, είτε ως κοντραμπατζήδες αναδείχθηκαν με τη παλληκαριά και τους αγώνες τους η συνισταμένη της πάλης του φτωχού και ανυπεράσπιστου λαού ενάντια στη βία και τη καταδυνάστευση και ιδίως ενάντια στο κίνδυνο του εκτουρκισμού.
...Η κατάσταση στα απόκεντρα ορεινά χωριά της Λέσβου θα ήταν χειρότερη- κατά το μεσοδιάστημα μέχρι την ολική απελευθέρωση του 1912- αν δεν τα προστάτευαν οι αντάρτες, όλοι αρματωμένοι με όπλα που από χρόνια τα φύλαγαν οι Έλληνες στα ταβάνια και στα αμπάρια των σπιτιών τους. Τα όπλα αυτά τα έφερναν οι κοντραμπατζήδες.
Έπρεπε να έχει ψυχή, να ήταν γεννημένος παλικάρι, ασίκης λεβέντης, να μην γνώριζε φόβο, να χτυπιέται με τους κολτζήδες (αστυνομικοί δίωξης κοντραμπάντου) ,να ταξιδεύει με φουρτούνες κι αν στη ρότα του ερχόταν αντιμέτωπος με το Κολ-καίκι(κρατικό περιπολικό) να αρχίζει το τουφεκίδι μέχρι να το αναγκάσει να του δείξει τη πρύμνη του.
Έπρεπε ακόμα να υποστηρίζει το δίκιο της χήρας και του ορφανού και να χαλά άφοβα τον σπιούνο. Τότες πια, έπαιρνε τον τίτλο του κοντραμπατζή και το σέβας των συγχωριανών του.
Περνούσε στο δρόμο και τον καμάρωναν. Ντυμένος με σκούρο μπλέ σαλβάρι, μαύρο πουκάμισο, κεντημένη σταυρωτή, μεταξωτό ζωνάρι που μέσα έκρυβε γιομάτη παραδοσακούλα κι ασημένια πιστόλια. Χαρούμενος, αεράτος, θαρρείς πετούσε, αρχάγγελος δίπλα τους ,ο δικός τους άνθρωπος !
Αιωνία τους η μνήμη.
απο το 'Λεσβιακό ημερολόγιο 2011'
Στρατής Μολινός 'το κοντραμπάντο στη Λέσβο'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου