Η συγγραφή του ετυμολογικού αυτού λεξικού βασίστηκε σ’ ένα κυρίως δόγμα. Το δόγμα αυτό υποστηρίζει ότι η ελληνική γλώσσα δεν δόθηκε στους ανθρώπους της από κάποιον θεό ή άνθρωπο ή μέγα νομοθέτη ή εξωγήινο, αλλά είναι γέννημα θρέμμα των ανθρώπων που έζησαν στον συγκεκριμένο τόπο, οι οποίοι επί εκατομμύρια χρόνια την διαμόρφωσαν, ζυμώνοντας και πλάθοντας τους φθόγγους, τους οποίους εκφωνούσαν οι ίδιοι λόγω αισθημάτων ή συναισθημάτων τους, με τους ήχους που άκουγαν από τα στοιχεία της φύσης, τα ζώα και τα εργαλεία τους.
Είναι δε ολοφάνερο ότι κάποτε, πριν τον Όμηρο, κάποιες γενιές Ελλήνων, με τάξη, λογική και καλλιτεχνική έφεση, διαμόρφωσαν το λογοτεχνικό αυτό εργαλείο που λέγεται ελληνική γλώσσα.
Και ενώ οι γραμματικοί, φιλόλογοι και ερευνητές τακτοποίησαν αρκούντως τα δομικά της θέματα, στα ζητήματα της ετυμολογίας δεν πέτυχαν ανάλογες επιδόσεις. Αντιθέτως κατάφεραν να τα περιπλέξουν και να τα συσκοτίσουν σε αξιοπερίεργο βαθμό.
Το θέμα ξεκίνησε να το ανασκάπτει πρώτος ο Πλάτων στον διάλογό του «Κρατύλος» ή «Περί ονομάτων ορθότητος λογικός». Οι ανερμάτιστες και αβάσιμες απόψεις οι οποίες διατυπώνονται εκεί, όπως του Ερμογένη ότι «όποιο όνομα δώσει κανείς σε κάποιο πρόσωπο ή πράγμα είναι το ορθό», ή του Κρατύλου ότι «κάποια ανώτερη δύναμη έδωσε στα πράγματα τα ονόματα», στιγμάτισαν ανεξίτηλα την επιστήμη της ετυμολογίας.
Ο Ελβετός γλωσσολόγος Saussure, ο οποίος θεωρείται θεμελιωτής(;) της σύγχρονης γλωσσολογίας, αναμασώντας την άποψη του Ερμογένη, υποστηρίζει ότι «η σχέση μεταξύ του ονόματος και του πράγματος (σημαίνοντος και σημαινομένου) είναι αυθαίρετη».
Τέλος η ιστορία αυτή έγινε «μαλλιά κουβάρια» με την είσοδο στο προσκήνιο της εντελώς αβάσιμης, αστήρικτης και μετέωρης θεωρίας περί Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, όταν ουδείς γνωρίζει το παραμικρό περί ινδοευρωπαϊκής φυλής ή ανάλογου λαού. Το πυροτέχνημα αυτό, εκτόξευσε ο Άγγλος δικαστής και ανατολιστής Ουίλλιαμ Τζωνς το 1784.
Ο Η. Λ. Τσατσόμοιρος στην εισαγωγή του βιβλίου του «Ιστορία γενέσεως της ελληνικής γλώσσας», εκδ. «Δαυλός», νομίζουμε ότι ξεκαθάρισε αρκετά το θολό αυτό τοπίο.
Το ανά χείρας λεξικό ομαδοποιεί ολόκληρη την ελληνική γλώσσα σε 15 περίπου αρχικές ρίζες, οι οποίες προέρχονται είτε από ανθρώπινα φωνήματα ή κραυγές, είτε από ήχους των εργαλείων του ή ήχους των στοιχείων της φύσης.
Κυρίως η γλώσσα ξεκινά την πορεία της από το νεογέννητο βρέφος. Γεγονός το οποίο ευτυχώς μπορεί να παρατηρήσει κανείς οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Είναι δε άξιον απορίας πώς η επιστήμη της γλωσσολογίας παρέλειψε να μελετήσει, με την δέουσα προσοχή, το σημαντικότατο αυτό δρώμενο, που συμβαίνει συνεχώς γύρω μας.
Μόλις το βρέφος εξέλθει από τον κόλπο της μητέρας του ξεφωνίζει ένα ατελείωτο αααα..., το οποίο εκφέρει χωρίς καμμιά προσπάθεια. Εάν εξαναγκαζόμασταν να αναγνωρίσουμε μόνο μία ρίζα της οποιασδήποτε γλώσσας, αυτή θα ήταν η ρίζα α-.
Στην ελληνική γλώσσα το α εκφράζει ποικίλα αισθήματα και συναισθήματα όπως, θαυμασμό, έκπληξη, χαρά, θλίψη, απελπισία, απογοήτευση, υποψία, επιβράβευση, τέλος αναμονής κ.ά., με διαφορετική προσωδία σε κάθε περίπτωση. Για τον λόγο αυτόν γράφεται ψιλούμενο ή δασυνόμενο ή περισπώμενο. Αφομοιώνει όλα τα άλλα φωνήεντα, μετατρέπει σε α τα φωνήεντα των προηγούμενων και επόμενων συλλαβών, είναι προθεματικό, ευφωνικό, επιτατικό, αθροιστικό, μεγεθυντικό και στερητικό. Μετέχει στις περισσότερες πρωταρχικές ρίζες: βα-, δα-, μα-, πα-, τα-, φα-, χα-. Η ελληνική γλώσσα το ονόμασε άλφα εκ των άρ-ω, αρ-αρ-ίσκω, αρ-χίζω (τον λόγο), συν την ρίζα φα- (βλ. φημί, φαίνω) η οποία δηλώνει τα του λόγου. Ήταν δηλαδή άρ-φα και για το ευφωνικώτερόν του, έγινε άλφα (ρ>λ).
Το αμέσως επόμενο φώνημα του μικρού παιδιού είναι η συλλαβή μα. Δεν έχει κανείς παρά προφέροντας ένα μακρό ααα… να ανοιγοκλείσει τα χείλη του, για να ακούσει το μα ή κρατώντας τα κλειστά, να ακούσει το μ. Το πρώτο φωνητικό παιχνίδι του παιδιού με τα χείλη του. Από το μαμαμα…., λοιπόν του βρέφους, ονομάσθηκε έτσι η μητέρα του. Ο άνθρωπος που το γέννησε και το θρέφει, γι’ αυτό γράφεται η λέξη μαμμά με δύο μ. Αυτή βρίσκεται μαζί του τον περισσότερο χρόνο. Και επειδή η ίδια το ταΐζει, εξ αυτού προέκυψαν χίλιες δυο λέξεις που σχετίζονται με την τροφή (μαμ), όπως, μα-ζός, μα-στός, μα-σάομαι, μά-γειρος, α-μά-ω, μά-ω, μαι-μά-ομαι. Κατόπιν αφού κορεσθεί, μα-ίεται (=εξετάζει) τα πάντα γύρω του, διότι έχει έμφυτη την τάση να μα-νθάνει.
Μετά τα αα… και μα, το βρέφος προφέρει το παπαπα…. Είναι η προφορά του α αρχομένη με κλειστά τα χείλη και πιεσμένο τον αέρα εντός των πνευμόνων και της στοματικής κοιλότητας. Από το παπαπα…, λοιπόν προέκυψε το πάππας, γι’ αυτό γράφεται με δύο π. Για τους λόγους αυτούς στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου παρομοίως, ονομάζονται οι γονείς του παιδιού. Πα όμως ακούγεται και όταν κτυπάμε κάτι, βλ. πα-ίω, πή-ω (α>η), πά-ταγος, πέ-τομαι (α>ε)
.
Η επόμενη συλλαβή που εκφωνεί το παιδί, μετά τις μα και πα, είναι συνήθως η νταντα…, στην οποία συμμετέχει για πρώτη φορά η γλώσσα και καθόλου τα χείλη. Το νήπιο συνεχώς φωνασκεί, ατακτεί και κάνει ζημιές. Τότε η μάμμα το κτυπά ελαφρώς, συνήθως στην παλάμη, λέγοντάς του ντά-ντά. «Τι σου έκανε η μαμά;», «νταντά» απαντά το μωρό. Με τον τρόπο αυτόν λαμβάνει το παιδί (παιδεύω) τα πρώτα διδάγματα (νταντάγματα). Μάλλον για τον λόγο αυτόν έχουμε αναδιπλασιασμό, στον ενικό, του ρήματος διδάσκω (βλ. δά-ω). Η ρίζα τα- (ν-τα) και εκ του ήχου του τύ-πτειν (α>υ) προκύπτει (βλ. πα-τά-σσω, τύπτω, ου-τά-ω) και παράγει εκατοντάδες λέξεις.
Οι αμέσως επόμενες συλλαβές, όπως η κα (ως και εκ του βηχός αναγκαστικώς εκφερόμενη δια του ουρανίσκου) και η λα (αποτέλεσμα κυρίως της χρήσης της γλώσσας) παράγουν χιλιάδες λέξεις, βλ. κακκάζω, κα-λέω, α-κο-ή (α>ο), α-χά (κ>χ), κα-ρτύνω, κα-ί, κά-ω, λά-λη, λά-σκω, λέ-γω (α>ε).
Ήδη, χωρίς μεγάλη δόση υπερβολής, έχουμε καταπιαστεί σχεδόν με το ήμισυ των λέξεων της ελληνικής γλώσσας, τις προερχόμενες από τις ρίζες α-, μα-, πα-, τα-, κα- και λα-. Όλες οι βασικές αυτές ρίζες, προφέρονται φυσικώς από τα νήπια, σχεδόν δίχως καμμιά σοβαρή ακουστική διδασκαλεία. Δεν είναι δυνατόν επομένως να αντέξουν στην κριτική απόψεις περί αυθαίρετης σχέσης μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου ή περί ανώτερης δύναμης, η οποία έδωσε την γλώσσα στους ανθρώπους, όταν οι απόψεις αυτές εξανεμίζονται και μόνον από την συμπεριφορά του οποιουδήποτε νηπίου. Κι ας μη ξεχνάμε ποτέ ότι το ανθρώπινο γένος έζησε για εκατομμύρια χρόνια σε νοητικώς νηπιακή κατάσταση.
Ο αποπροσανατολισμός της επιστήμης της γλωσσολογίας φέρει όνομα: λέγεται φοινικο-ινδο-ευρωπαϊκο-σανσκριτικός. Τουλάχιστον όσο αφορά στα ζητήματα της ελληνικής γλώσσας.
Ας εξετάσουμε μια περίπτωση: Στο λεξικό Liddell & Scott στη λέξη αλώπηξ διαβάζουμε: «Ο Pott παραβάλλει το σανσκριτικό lopacas, ο εσθίων θνησιμαία. Ο Κούρτιος νομίζει ότι η ομοιότης είναι τυχαία και ταυτίζει το αλώπηξ (του α λαμβανομένου ως προθεματικού ευφωνικού) με τα λιθουανικά lape, lapucus (vulpes). Η λατινική λέξις vulpus δυνατόν να είναι επίσης η αυτή με τας ανωτέρω λέξεις, αν είναι δυνατόν να έχη απολεσθή το u εν τε τη ελληνική και λιθουανική».
Κατ’ αρχάς, η αλεπού δεν είναι πτωματοφάγος αλλά αρπακτικό που τρέφεται κυρίως με αρουραίους, λαγούς, κ.ά.. Και αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν αυτά τα « ιερά τέρατα» της ετυμολογίας, να μη πρόσεξαν και να μη διερεύνησαν την περίπτωση το α να είναι προθεματικό και το υπόλοιπο η λέξη λώπη (= ιμάτιο), αφού και αλωπός λέγεται η αλεπού. Όποιος έχει παρατηρήσει αλεπού χειμώνα καιρό με την εντυπωσιακή γούνα της (οπότε το α είναι επιτατικό) και κατόπιν το καλοκαίρι όταν αποβάλλει το τρίχωμά της και φαίνεται σαν γυμνή, δηλαδή δίχως την λώπη της (οπότε το α είναι στερητικό), αμέσως θα αντιληφθεί τον λόγο για τον οποίο ονομάστηκε αλώπηξ ή αλωπός το ζώο αυτό.
Ένα κομμάτι της εισαγωγής ενός ετυμολογικού λεξικού του:
Βασδέκης Ν. Σταύρος
Μαυροκορδάτου 31
62100 Σέρρες
τηλ. 23210 – 52462
Διατίθεται δωρεάν για όσους ενδιαφέρονται
Κυριακή 26 Απριλίου 2009
Ετυμολογία εναντίον ινδοευρωπαιικο-σανσκριτικο-φοινικικολατρών
Ετικέτες
αλώπηξ,
Ετυμολογία,
ινδοευρωπαιικη,
σανσκριτικη,
φοινικικη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ΠΩΣ ΑΠΟΚΤΟΥΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ;
ΑπάντησηΔιαγραφήμε ένα τηλεφώνημα
ΑπάντησηΔιαγραφή