άρθρο του Αχιλλέως Τριάντογλου
.
Στο βόρειο μέρος της πόλης της Μυτιλήνης, ανάμεσα σ’ ένα καταπράσινο πευκώνα και στη θάλασσα, υψώνονται τα απομεινάρια του κάστρου της Μυτιλήνης. Διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση και είναι ένα από τα μεγαλύτερα κάστρα της Μεσογείου καλύπτοντας έκταση 60 στρεμμάτων. Η οικοδόμηση του και η ανοικοδόμησή του έγινε σε διάφορες χρονικές περιόδους.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Το κάστρο της Μυτιλήνης καταλαμβάνει το υψηλότερο σημείο της χερσονήσου στο βορειοανατολικό άκρο της πόλης. Στην αρχαιότητα και μέχρι τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους η σημερινή χερσόνησος ήταν νησί, που χωριζόταν από την υπόλοιπη Λέσβο με τον λεγόμενο «Εύριπο των Μυτιληναίων, το κανάλι που διατρέχοντας περίπου το δρόμο της σημερινής αγοράς ένωνε τα δύο λιμάνια της πόλης.
Το βυζαντινό κάστρο έχει καταλάβει τη θέση της αρχαίας ακρόπολης, η μορφή της οποίας μας είναι άγνωστη κατά την περίοδο της κλασσικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας.
Ιστορία
Η παλαιότερη φάση κατασκευής του κάστρου ανάγεται στον 6ο αιώνα και στην ευρεία οικοδομική δραστηριότητα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ωστόσο τα λιγοστά ιστορικά και ανασκαφικά στοιχεία δεν μας επιτρέπουν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.
Η πρώτη μνεία για την ύπαρξη του κάστρου προέρχεται από μια πατριαρχική συνοδική απόφαση του 1324, η οποία αναφέρει ένα μετόχι της μονής των Οσίων Πατέρων Δαφνέας μέσα στο Κάστρο της Μυτιλήνης.
Από τη βυζαντινή φάση σώζονται σήμερα μόνο τρία τμήματα: μία βυζαντινή πυλίδα στη βόρεια πλευρά των τειχών, ο ανατολικός τοίχος του κεντρικού οχυρωματικού περιβόλου και η δεξαμενή στο μεσαίο κάστρο.
Στα 1355 η Λέσβος παραχωρείται ως προίκα στην αδελφή του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, κατά τον γάμο της με τον Γενοβέζο Francisco Gattelusio. Η ηγεμονία του οίκου των Gattelusi θα διαρκέσει μέχρι το 1462.
Από τα πρώτα έργα που πραγματοποιούν οι νέοι ηγεμόνες είναι η ανακαίνιση του κάστρου, το 1373, όπως μας πληροφορεί η λατινική επιγραφή που είναι εντοιχισμένη πάνω από τη Μεσαία (Δυτική) πύλη. Η νέα οχύρωση ακολουθεί σε γενικές γραμμές την προϋπάρχουσα βυζαντινή. Ο χώρος διαρθρώνεται σε δύο τμήματα, το σημερινό Πάνω και το Μεσαίο Κάστρο, ενώ ο ντόπιος πληθυσμός κατοικεί στο οχυρωμένο προάστιο του Μελανουδίου.
Κατά την περίοδο της ηγεμονίας του Φραγκίσκου Γατελούζου πιστεύεται ότι η Μυτιλήνη ήταν ένα από τα πιο ισχυρά κάστρα. Μέσα σ’ αυτό βρισκόταν και τo παλάτι του , που ονομάζεται “Πύργος της Βασίλισσας”.
Ο δυνατός σεισμός του 1384 υπήρξε καταστροφικός για την πόλη και το κάστρο. Από τη βασιλική οικογένεια επιβίωσε μόνο ο μικρότερος γιος Giacomo.
Μέχρι και το 1403 δεν φαίνεται να αποκαταστάθηκαν οι ζημιές που προκάλεσε εκείνος ο σεισμός. Οι δύο τελευταίοι Γατελούζοι, ο Δομένικος (1445-1458) και ο αδερφός του Νικόλαος (1458-1462) πραγματοποίησαν εργασίες ενίσχυσης του. Επί Δομένικου τοποθετήθηκαν τα πρώτα κανόνια ενώ επί Νικολάου διαμορφώθηκαν προμαχώνες και ενισχυτικά τείχη, πολεμίστρες, τάφροι και παρατηρητήρια. Από την γενουατική φάση του κάστρου σώζονται σήμερα ο κεντρικός οχυρωματικός περίβολος (Donjon) και τα ερείπια της εκκλησίας του Αγ. Ιωάννη.
Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ
Την 1η Σεπτεμβρίου 1462, 60 οθωμανικά πολεμικά πλοία τα οποία συνόδευαν επτά μεγάλα φορτηγά και πλήθος μικρότερων βοηθητικών που μετέφεραν εφόδια, κατέπλευσαν από την Καλλίπολη στο παλαιό λιμάνι της Μυτιλήνης, που ήταν γνωστό ως Απάνω Σκάλα. Επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων ήταν ο βεζίρης Μαχμούτ πασάς (Έλληνας αρνησίθρησκος). Οι εισβολείς αποβίβασαν τις δυνάμεις τους και ξεκίνησαν την πολιορκία του κάστρου από ξηρά και θάλασσα. Την ίδια εποχή χερσαίες δυνάμεις 20000 ανδρών με επικεφαλής τον ίδιο τον σουλτάνο, οδηγήθηκαν από την Πόλη στην ακτή της Τροίας απέναντι από τη νήσο. Από εκεί, στην περιοχή Αγιασμάτι επιβιβάστηκαν σε πλοία και αποβιβάστηκαν σε άλλες περιοχές του νησιού, επεκτείνοντας το θέατρο των επιχειρήσεων.
Στην Μυτιλήνη εκείνη την εποχή, βρίσκονταν χριστιανικές δυνάμεις 5000 ανδρών υπό τον ηγεμόνα Νικόλαο Γατελούζο. Πολλοί από αυτούς ήταν καλά εξοπλισμένοι μισθοφόροι, κυρίως Καταλανοί και ιππότες της Ρόδου, πολύ γνωστοί αμφότεροι για την πολεμική ικανότητά τους. Η αντίστασή τους στους Οθωμανούς ήταν αρχικά σκληρή. Ο Νικόλαος ζήτησε τη συνδρομή του Βενετικού στόλου, που ναυλοχούσε τότε στη γειτονική Χίο. Όταν όμως ο Βενετός ναύαρχος αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμιξη, το ηθικό των χριστιανών κατέρρευσε και μαζί του και η άμυνα του νησιού. Ο Νικόλαος ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τον Μωάμεθ, 16 μόλις ημέρες μετά την εισβολή, και συμφώνησε σε ειρηνική παράδοση όλων των φρουρίων της νήσου (Μολύβου, Ερεσού, Αγίων Θεοδώρων κ.α.) με αντάλλαγμα την εξασφάλιση της ζωής και της τιμής τόσο των στρατιωτών όσο και των κατοίκων.
Οι Οθωμανοί, ωστόσο είχαν τη δική τους αντίληψη σχετικά με τις δεσμεύσεις που αναλάμβαναν. Όταν ολοκληρώθηκε η παράδοση, καταπάτησαν τη συνθήκη και επιδόθηκαν σε σφαγές και λεηλασίες, κατά τις οποίες φόνευσαν όλους σχεδόν τους μισθοφόρους πολεμιστές που υπερασπίστηκαν το νησί, εξανδραπόδισαν πολλά νεαρά αγόρια και κορίτσια και τέλος, ανάγκασαν 10000 Έλληνες κατοίκους να μετακομίσουν στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να ενισχυθεί ο πληθυσμός της.
Το 1501, επί Σουλτάνου Bayezid και μετά τις καταστροφές που υπέστη το Κάστρο κατά τη διάρκεια του Ενετοτουρκικού Πολέμου (1499-1504), επισκευάστηκαν οι κατεστραμμένες οχυρώσεις του βόρειου λιμανιού, κατασκευάστηκαν δύο μεγάλοι στρογγυλοί οχυρωματικοί πύργοι με κανονιοθυρίδες και αναπτύχθηκαν νέα τείχη.
Νέες κατασκευές εκσυγχρονισμού του κάστρου αναλήφθηκαν το 1643/44 από τον Μπεκήρ πασά, επί των ημερών του σουλτάνου Ιμπραήμ Χαν, ίσως εν όψει του Κρητικού πολέμου είτε εξαιτίας καταστροφής από σεισμό. Πραγματοποιήθηκαν επισκευές των τειχών και ανέγερση ενός νέου τείχους μπροστά από το υφιστάμενο μεσαιωνικό. Μπροστά από τις νέες αυτές κατασκευές δημιουργήθηκε μια βαθιά και πλατιά τάφρος.
Το 1756 ο ναύαρχος Κουραματζής πρόσθεσε ένα πολυγωνικό πύργο κοντά στο λιμάνι της Επάνω Σκάλας.
Νέες εκτεταμένες επισκευαστικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν, ύστερα από σεισμό, στα 1765/66.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα η λειτουργία και ο χαρακτήρας του κάστρου είχαν πλέον μεταβληθεί. Το κάστρο προσέλαβε περισσότερο στρατιωτικό χαρακτήρα, όπως υποδεικνύουν οι στρατώνες που κατασκευάστηκαν κοντά στον μενδρεσέ και η γειτονική πυριτιδαποθήκη.
Η Λέσβος περιήλθε στο Ελληνικό κράτος στις 8 Νοεμβρίου του 1912. Το εντός των τειχών τμήμα συνέχισε να κατοικείται μέχρι και λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο Κάτω Κάστρο μάλιστα ήταν εγκατεστημένοι οι οίκοι ανοχής! Μέχρι πρόσφατα, μέσα από το κάστρο περνούσε και ο περιφερειακός δρόμος από Φυκιότρυπα προς την Επάνω Σκάλα, ο οποίος όμως τώρα έχει κλείσει.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Από μορφολογικής απόψεως, το κάστρο διαιρείται σε τρία τμήματα:
Την Ακρόπολη (“Επάνω Κάστρο”) στο βόρειο και ψηλότερο σημείο του λόφου
Την κυρία περίβολο (“το Μεσαίο Κάστρο”) το μεγαλύτερο σε έκταση τμήμα που διαμορφώθηκε από τους Γατελούζους
“Το Κάτω Κάστρο” στη βορειοδυτική πλευρά που ως επί το πλείστον διαμορφώθηκε επί Τουρκοκρατίας
Διασώζεται το παλάτι των Γατελούζων, ένας τετράγωνος πέτρινος πύργος με εντοιχισμένη πλάκα, όπου με ευδιάκριτα ανάγλυφα σχήματα παριστάνεται το οικόσημο των Γατελούζων και παραστάσεις Ρωμαϊκών μονομαχιών.
Επίσης, στην εξωτερική πύλη υπάρχει πλάκα με το οικόσημο των Παλαιολόγων. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας έγιναν προσθετικές εργασίες και κατασκευάστηκε επίσης ένα Τούρκικο Ιεροδιδασκαλείο, κτίσμα που σώζεται μέχρι σήμερα.
Μέσα στο κάστρο σώζονται υπόγειες στοές, που λειτούργησαν ως καταφύγιο για τα γυναικόπαιδα της πόλης σε περιόδους πολέμου, καθώς και υδατοδεξαμενή χωρητικότητας 4.000 κ.μ.
Σήμερα χρησιμοποιείται ως χώρος διεξαγωγής πολιτιστικών εκδηλώσεων κατά τους θερινούς μήνες.
http://pneymatiko.wordpress.com/
.
Στο βόρειο μέρος της πόλης της Μυτιλήνης, ανάμεσα σ’ ένα καταπράσινο πευκώνα και στη θάλασσα, υψώνονται τα απομεινάρια του κάστρου της Μυτιλήνης. Διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση και είναι ένα από τα μεγαλύτερα κάστρα της Μεσογείου καλύπτοντας έκταση 60 στρεμμάτων. Η οικοδόμηση του και η ανοικοδόμησή του έγινε σε διάφορες χρονικές περιόδους.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Το κάστρο της Μυτιλήνης καταλαμβάνει το υψηλότερο σημείο της χερσονήσου στο βορειοανατολικό άκρο της πόλης. Στην αρχαιότητα και μέχρι τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους η σημερινή χερσόνησος ήταν νησί, που χωριζόταν από την υπόλοιπη Λέσβο με τον λεγόμενο «Εύριπο των Μυτιληναίων, το κανάλι που διατρέχοντας περίπου το δρόμο της σημερινής αγοράς ένωνε τα δύο λιμάνια της πόλης.
Το βυζαντινό κάστρο έχει καταλάβει τη θέση της αρχαίας ακρόπολης, η μορφή της οποίας μας είναι άγνωστη κατά την περίοδο της κλασσικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας.
Ιστορία
Η παλαιότερη φάση κατασκευής του κάστρου ανάγεται στον 6ο αιώνα και στην ευρεία οικοδομική δραστηριότητα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ωστόσο τα λιγοστά ιστορικά και ανασκαφικά στοιχεία δεν μας επιτρέπουν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.
Η πρώτη μνεία για την ύπαρξη του κάστρου προέρχεται από μια πατριαρχική συνοδική απόφαση του 1324, η οποία αναφέρει ένα μετόχι της μονής των Οσίων Πατέρων Δαφνέας μέσα στο Κάστρο της Μυτιλήνης.
Από τη βυζαντινή φάση σώζονται σήμερα μόνο τρία τμήματα: μία βυζαντινή πυλίδα στη βόρεια πλευρά των τειχών, ο ανατολικός τοίχος του κεντρικού οχυρωματικού περιβόλου και η δεξαμενή στο μεσαίο κάστρο.
Στα 1355 η Λέσβος παραχωρείται ως προίκα στην αδελφή του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, κατά τον γάμο της με τον Γενοβέζο Francisco Gattelusio. Η ηγεμονία του οίκου των Gattelusi θα διαρκέσει μέχρι το 1462.
Από τα πρώτα έργα που πραγματοποιούν οι νέοι ηγεμόνες είναι η ανακαίνιση του κάστρου, το 1373, όπως μας πληροφορεί η λατινική επιγραφή που είναι εντοιχισμένη πάνω από τη Μεσαία (Δυτική) πύλη. Η νέα οχύρωση ακολουθεί σε γενικές γραμμές την προϋπάρχουσα βυζαντινή. Ο χώρος διαρθρώνεται σε δύο τμήματα, το σημερινό Πάνω και το Μεσαίο Κάστρο, ενώ ο ντόπιος πληθυσμός κατοικεί στο οχυρωμένο προάστιο του Μελανουδίου.
Κατά την περίοδο της ηγεμονίας του Φραγκίσκου Γατελούζου πιστεύεται ότι η Μυτιλήνη ήταν ένα από τα πιο ισχυρά κάστρα. Μέσα σ’ αυτό βρισκόταν και τo παλάτι του , που ονομάζεται “Πύργος της Βασίλισσας”.
Ο δυνατός σεισμός του 1384 υπήρξε καταστροφικός για την πόλη και το κάστρο. Από τη βασιλική οικογένεια επιβίωσε μόνο ο μικρότερος γιος Giacomo.
Μέχρι και το 1403 δεν φαίνεται να αποκαταστάθηκαν οι ζημιές που προκάλεσε εκείνος ο σεισμός. Οι δύο τελευταίοι Γατελούζοι, ο Δομένικος (1445-1458) και ο αδερφός του Νικόλαος (1458-1462) πραγματοποίησαν εργασίες ενίσχυσης του. Επί Δομένικου τοποθετήθηκαν τα πρώτα κανόνια ενώ επί Νικολάου διαμορφώθηκαν προμαχώνες και ενισχυτικά τείχη, πολεμίστρες, τάφροι και παρατηρητήρια. Από την γενουατική φάση του κάστρου σώζονται σήμερα ο κεντρικός οχυρωματικός περίβολος (Donjon) και τα ερείπια της εκκλησίας του Αγ. Ιωάννη.
Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ
Την 1η Σεπτεμβρίου 1462, 60 οθωμανικά πολεμικά πλοία τα οποία συνόδευαν επτά μεγάλα φορτηγά και πλήθος μικρότερων βοηθητικών που μετέφεραν εφόδια, κατέπλευσαν από την Καλλίπολη στο παλαιό λιμάνι της Μυτιλήνης, που ήταν γνωστό ως Απάνω Σκάλα. Επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων ήταν ο βεζίρης Μαχμούτ πασάς (Έλληνας αρνησίθρησκος). Οι εισβολείς αποβίβασαν τις δυνάμεις τους και ξεκίνησαν την πολιορκία του κάστρου από ξηρά και θάλασσα. Την ίδια εποχή χερσαίες δυνάμεις 20000 ανδρών με επικεφαλής τον ίδιο τον σουλτάνο, οδηγήθηκαν από την Πόλη στην ακτή της Τροίας απέναντι από τη νήσο. Από εκεί, στην περιοχή Αγιασμάτι επιβιβάστηκαν σε πλοία και αποβιβάστηκαν σε άλλες περιοχές του νησιού, επεκτείνοντας το θέατρο των επιχειρήσεων.
Στην Μυτιλήνη εκείνη την εποχή, βρίσκονταν χριστιανικές δυνάμεις 5000 ανδρών υπό τον ηγεμόνα Νικόλαο Γατελούζο. Πολλοί από αυτούς ήταν καλά εξοπλισμένοι μισθοφόροι, κυρίως Καταλανοί και ιππότες της Ρόδου, πολύ γνωστοί αμφότεροι για την πολεμική ικανότητά τους. Η αντίστασή τους στους Οθωμανούς ήταν αρχικά σκληρή. Ο Νικόλαος ζήτησε τη συνδρομή του Βενετικού στόλου, που ναυλοχούσε τότε στη γειτονική Χίο. Όταν όμως ο Βενετός ναύαρχος αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμιξη, το ηθικό των χριστιανών κατέρρευσε και μαζί του και η άμυνα του νησιού. Ο Νικόλαος ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τον Μωάμεθ, 16 μόλις ημέρες μετά την εισβολή, και συμφώνησε σε ειρηνική παράδοση όλων των φρουρίων της νήσου (Μολύβου, Ερεσού, Αγίων Θεοδώρων κ.α.) με αντάλλαγμα την εξασφάλιση της ζωής και της τιμής τόσο των στρατιωτών όσο και των κατοίκων.
Οι Οθωμανοί, ωστόσο είχαν τη δική τους αντίληψη σχετικά με τις δεσμεύσεις που αναλάμβαναν. Όταν ολοκληρώθηκε η παράδοση, καταπάτησαν τη συνθήκη και επιδόθηκαν σε σφαγές και λεηλασίες, κατά τις οποίες φόνευσαν όλους σχεδόν τους μισθοφόρους πολεμιστές που υπερασπίστηκαν το νησί, εξανδραπόδισαν πολλά νεαρά αγόρια και κορίτσια και τέλος, ανάγκασαν 10000 Έλληνες κατοίκους να μετακομίσουν στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να ενισχυθεί ο πληθυσμός της.
Το 1501, επί Σουλτάνου Bayezid και μετά τις καταστροφές που υπέστη το Κάστρο κατά τη διάρκεια του Ενετοτουρκικού Πολέμου (1499-1504), επισκευάστηκαν οι κατεστραμμένες οχυρώσεις του βόρειου λιμανιού, κατασκευάστηκαν δύο μεγάλοι στρογγυλοί οχυρωματικοί πύργοι με κανονιοθυρίδες και αναπτύχθηκαν νέα τείχη.
Νέες κατασκευές εκσυγχρονισμού του κάστρου αναλήφθηκαν το 1643/44 από τον Μπεκήρ πασά, επί των ημερών του σουλτάνου Ιμπραήμ Χαν, ίσως εν όψει του Κρητικού πολέμου είτε εξαιτίας καταστροφής από σεισμό. Πραγματοποιήθηκαν επισκευές των τειχών και ανέγερση ενός νέου τείχους μπροστά από το υφιστάμενο μεσαιωνικό. Μπροστά από τις νέες αυτές κατασκευές δημιουργήθηκε μια βαθιά και πλατιά τάφρος.
Το 1756 ο ναύαρχος Κουραματζής πρόσθεσε ένα πολυγωνικό πύργο κοντά στο λιμάνι της Επάνω Σκάλας.
Νέες εκτεταμένες επισκευαστικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν, ύστερα από σεισμό, στα 1765/66.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα η λειτουργία και ο χαρακτήρας του κάστρου είχαν πλέον μεταβληθεί. Το κάστρο προσέλαβε περισσότερο στρατιωτικό χαρακτήρα, όπως υποδεικνύουν οι στρατώνες που κατασκευάστηκαν κοντά στον μενδρεσέ και η γειτονική πυριτιδαποθήκη.
Η Λέσβος περιήλθε στο Ελληνικό κράτος στις 8 Νοεμβρίου του 1912. Το εντός των τειχών τμήμα συνέχισε να κατοικείται μέχρι και λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο Κάτω Κάστρο μάλιστα ήταν εγκατεστημένοι οι οίκοι ανοχής! Μέχρι πρόσφατα, μέσα από το κάστρο περνούσε και ο περιφερειακός δρόμος από Φυκιότρυπα προς την Επάνω Σκάλα, ο οποίος όμως τώρα έχει κλείσει.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Από μορφολογικής απόψεως, το κάστρο διαιρείται σε τρία τμήματα:
Την Ακρόπολη (“Επάνω Κάστρο”) στο βόρειο και ψηλότερο σημείο του λόφου
Την κυρία περίβολο (“το Μεσαίο Κάστρο”) το μεγαλύτερο σε έκταση τμήμα που διαμορφώθηκε από τους Γατελούζους
“Το Κάτω Κάστρο” στη βορειοδυτική πλευρά που ως επί το πλείστον διαμορφώθηκε επί Τουρκοκρατίας
Διασώζεται το παλάτι των Γατελούζων, ένας τετράγωνος πέτρινος πύργος με εντοιχισμένη πλάκα, όπου με ευδιάκριτα ανάγλυφα σχήματα παριστάνεται το οικόσημο των Γατελούζων και παραστάσεις Ρωμαϊκών μονομαχιών.
Επίσης, στην εξωτερική πύλη υπάρχει πλάκα με το οικόσημο των Παλαιολόγων. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας έγιναν προσθετικές εργασίες και κατασκευάστηκε επίσης ένα Τούρκικο Ιεροδιδασκαλείο, κτίσμα που σώζεται μέχρι σήμερα.
Μέσα στο κάστρο σώζονται υπόγειες στοές, που λειτούργησαν ως καταφύγιο για τα γυναικόπαιδα της πόλης σε περιόδους πολέμου, καθώς και υδατοδεξαμενή χωρητικότητας 4.000 κ.μ.
Σήμερα χρησιμοποιείται ως χώρος διεξαγωγής πολιτιστικών εκδηλώσεων κατά τους θερινούς μήνες.
http://pneymatiko.wordpress.com/
πάντως οι ορθόδοξοι φίλτατε δεν πάλεψαν ως και στην Πόλη... μεταξύ μας γούσταραν το σαρίκι...
ΑπάντησηΔιαγραφήή ήταν σαν κι εμάς!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρόσεξες οτι επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων ήταν ο βεζίρης Μαχμούτ πασάς (Έλληνας αρνησίθρησκος)....