Υφηγητού της Πολιτικής Οικονομίας και Δημοσιολογίας εν τω Εθν.
Πανεπιστημίω.
Διδάκτορος του Δικαίου. Διδάκτορος των Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών.
Lauréat της εν Παρισίοις Νομικής Σχολής.
C’est une lamentable histoire que celle de la dette hellénique», διά των λέξεων τούτων ήρχετο, προ πεντήκοντα και επτά ετών, ο Casimir Leconte της μελέτης του δημοσίου χρέους της Ελλάδος (1)
Μετά πάροδον σχεδόν έξ δεκαετηρίδων ο επιχειρών συγγραφήν περί του αυτού θέματος δύναται ν' αναγράψη και αυτός την αυτήν φράσιν πλην τούτο δεν είναι λόγος επαρκής όπως αποστή από του εγχειρήματος. Και πράγματι, εάν είναι αληθές ότι «ο λαός ο μελετών την ιστορίαν αυτού κρίνει ορθότερον και περί των παρόντων πραγμάτων και περί της μελλούσης αυτού τύχης (2)», είναι ανάγκη μετ' ίσης παρρησίας να εξιστορώνται τα ατυχήματα ενός έθνους όσον και αι επιτυχίαι αυτού.
Αφ' ετέρου, των δημοσίων χρεών αποτελούντων σήμερον ένα των σπουδαιοτέρων παραγόντων του οικονομικού βίου των νεωτέρων κρατών, είναι ανάγκη ο επιλαμβανόμενος δημοσιονομικών μελετών να μη παραλείψη τον κυριώτατον τούτον κλάδον της δημοσιολογίας (3).
Προ τοιαύτης λοιπόν ανάγκης, της ερεύνης δηλονότι του δημοσίου χρέους της Ελλάδος, ευρέθημεν και ημείς (4), η ιδέα δ' όμως της παρούσης μελέτης, ως όλου αυτοτελούς, επήγασεν εκ των λυπηρών γεγονότων του θέρους του 1897.
Έκτοτε δε δεν επαύσαμεν συλλέγοντες ύλην, ευτυχήσαντες μάλιστα, κατά την εν Αγγλία διαμονήν, ν' αρυσθώμεν πλείστας πληροφορίας εξ ιδιωτικού αρχείου, όντως μοναδικού διά τε την ταξινόμησιν και την πληθύν των πληροφοριών των αφορωσών εις τα πράγματα της Ανατολής.
Αι δυσκολίαι του θέματος ήσαν προφανείς. Η μεγαλειτέρα δ' αυτών υπήρξεν η έλλειψις προηγουμένων μελετών και επισήμων δημοσιευμάτων, οπωσδήποτε πλήρων και ακριβών.
Άλλη μεγάλη δυσκολία ενέκειτο εν τη εκλογή της ύλης. Εν ώ πράγματι ήτο αδύνατον ν' αποκλεισθώσι τα ιστορικά γεγονότα, άτινα εξηγούσι την συνομολόγησιν, την διάθεσι και την διαρρύθμισιν των εθνικών δανείων, ήτο εξ άλλου κίνδυνος μήπως η ιστορία των ελληνικών δανείων μεταβληθή εις πολιτικήν ιστορίαν της Ελλάδος. Τον σκόπελον τούτον δεν κατωρθώσαμεν να διαφύγωμεν κατ' αρχάς, είχε δε το παρόν έργον λάβη τοιαύτας διαστάσεις, ώστε προ έξ μηνών ηναγκάσθημεν να προβώμεν εις τελείαν αυτού ανασκευήν. Εργασθέντες δε δι' όλου του θέρους κατωρθώσαμεν να επαναφέρωμεν αυτό εις τα παρόντα όρια. Φοβούμενοι δ' όμως πάλιν μήπως νυν φανή υπερμέτρως συνεπτυγμένον, αναγράφομεν ενταύθα, δίκην αιτιολογίας, τας ολίγας ταύτας γραμμάς.
Η ιστορία των ελληνικών δανείων διαιρείται αφ' εαυτής εις τρεις περιόδους:
Την πρώτην, ήτις εξικνείται μέχρι της εγκαθιδρύσεως της βασιλείας του Γεωργίου, περιλαμβάνουσα την ιστορίαν των δανείων της επαναστάσεως και του δημοσίου χρέους της Βαυαρικής δυναστείας.
Την δευτέραν, ήτις αρχομένη από της μεταπολιτεύσεως περατούται τον Δεκέμβριον του 1893 μετά της αποκοπής των χρεών.
Την τρίτην, ήτις περιλαμβάνει τας περί συμβιβασμού διαπραγματεύσεις, την επιβολήν του διεθνούς ελέγχου, και τα μετά το 1897 συμβάντα.
Η δευτέρα περίοδος υποδιαιρείται εις δύο σχεδόν ισόχρονα τμήματα, ων το μεν πρώτον περιορίζεται εις εσωτερικά δάνεια, το δε δεύτερον, χρονολογούμενον αφ' ης εποχής ηνοίχθησαν εις τα Ελληνικά χρεώγραφα αι πύλαι των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων, περιλαμβάνει ποικίλα δημόσια χρέη, εν οις και σχεδόν πάντα τα μεγάλα εξωτερικά.
Η μελέτη της τρίτης περιόδου θ' απαιτήση, εκτός της εκθέσεως των περί συμβιβασμού διαπραγματεύσεων, την μελέτην του θεσμού του διεθνούς ελέγχου και την παραβολήν, υπό την έποψιν ταύτην, της θέσεως της Ελλάδος προς εκείνην άλλων κρατών κατά το μάλλον ή ήττον υπό οικονομικήν κηδεμονίαν διατελούντων.
Εις τας τρεις ταύτας περιόδους αντιστοιχούσι τα τρία μέρη του παρόντος πονήματος.
Αρχόμενοι της δημοσιεύσεως αυτού ευχάριστον καθήκον ηγούμεθα να εκφράσωμεν την ημετέραν ευγνωμοσύνην προς πάντας, όσοι πολυειδώς προσήλθον ημίν επίκουροι. Ιδίως δε προς δυο σεβαστούς φίλους, ων ο μεν κατά την κυοφορίαν ο δε κατά την συγγραφήν του έργου παρέσχον ημίν τοσαύτας πολυτίμους πληροφορίας και συμβουλάς. Επιτραπήτω ημίν τέλος να ευχαριστήσωμεν ονομαστί τον διευθύνοντα την βιβλιοθήκην της Βουλής κ. Π. Καλογερόπουλον και τον βοηθόν αυτού κ. Ραζήν, ων αμφοτέρων την υπομονήν και την προθυμίαν ηθέλομεν έχη εξαντλήση, εάν, ως γνωστόν, δεν ήσαν ανεξάντλητοι.
Αθήναι τη 20 Σεπτεμβρίου 1904.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Έκδοσις και Χρήσις α' δανείου.
Επανειλημμένως παρετηρήθη ότι, εν ώ η στρατιωτική, η διπλωματική, νυν δε και η πολιτική ιστορία ευρίσκουσι πολυαρίθμους ερευνητάς και θιασώτας, η οικονομική ιστορία, άνευ της οποίας πάσα άλλη ενέργεια λαού τινος μένει ανεξήγητος. μέχρι των υστέρων παρημελείτο εντελώς.
Ουδαμού δ' η παρατήρησις αύτη ελέγχεται ορθότερα ή εν τω προχείρω παραδείγματι της ημετέρας παλιγγενεσίας, εν τω οποίω τα πολύτομα συγγράμματα περί της στρατιωτικής, πολιτικής και διπλωματικής ιστορίας της επαναστάσεως δεν αντισταθμίζονται ουδέ καν υφ' ενός κεφαλαίου εξετάζοντος το ζήτημα υπό την οικονομικήν αυτού άποψιν.
Ακόμη και σήμερον, μετά τοσαύτας μελέτας (9) γνωρίζομεν μεν κάλλιστα τας μάχας, τον αριθμόν των στρατιωτών και των πλοίων, τα ονόματα και τας πράξεις των στρατηγών, των ναυάρχων, των διπλωματών και των πολιτικών ανδρών, αγνοούμεν δ' όμως εντελώς τίνι τρόπω οι στρατιώται ετρέφοντο, τα πλοία ωπλίζοντο και πώς συνετηρείτο η κεντρική διοίκησις και ο στοιχειώδης μεν αλλ' όχι ανύπαρκτος διοικητικός οργανισμός.
Το ιστορικόν τούτο χάσμα εξηγείται, ίσως, πρώτον μεν εκ των δυσκολιών ας γεννά τω συγγράφοντι η έλλειψις τακτικών προϋπολογισμών και απολογισμών (10), δεύτερον δε διότι, ως εκ της απιστεύτου ποικιλίας και γραφικότητος ας παρουσιάζει ο Αγών, ήτο φυσικόν να παραμεληθώσι τα ήττον επαγωγά και κατ' επίφασιν επουσιωδέστερα (11).
Οπωσδήποτε άλλως τε και αν έχη τούτο, είναι βέβαιον ότι εξ όλων των γραψάντων περί της Επαναστάσεως μόνον ο Finlay, ορμώμενος εκ του πρακτικού πνεύματος της φυλής του, εφρόντισε να διερευνήση ποίοι ήσαν οι προς διεξαγωγήν του αγώνος πόροι, αφιερώσας ολίγας σελίδας εις το αντικείμενον τούτο (12). Πλην δυστυχώς ουδ' εις τας σελίδας εκείνας δύναται να δοθή πλήρης πίστις, καθ' ότι ο συγγραφεύς, όστις δεν γράφει αναληθή, εκ προθέσεως και συστήματος μέρος μόνον λέγει της αληθείας (13).
Το καθ' ημάς δεν προτιθέμεθα προς το παρόν τουλάχιστον, να επιχειρήσωμεν εγχείρημα, προ του οποίου τόσοι μεγάλοι ιστορικοί εδειλίασαν, οφείλομεν δ' όμως να διευκρινήσωμεν έν εκ των μάλλον ενδιαφερόντων μερών της οικονομικής ιστορίας της επαναστάσεως, το αφορών εις δύο δάνεια συνομολογηθέντα τω 1824 και 1825 εν Αγγλία και γνωστά υπό το όνομα δάνεια της ανεξαρτησίας (Independence loans).
Άλλως τε το περιωρισμένον τούτο θέμα έχει ουχί κοινήν σπουδαιότητα. Πρώτον, καθ' ότι ως εκ των πολλών συναφών ζητημάτων, εν οις καί τινων διεθνούς δικαίου, είνε καθ' εαυτό άξιον πολλής μελέτης· δεύτερον, διότι η συνομολόγησις των εν λόγω δανείων σημειοί σπουδαίον στάδιον της ημετέρας ιστορίας ούσα, συν τη αναγνωρίσει υπό του Κάνιγγος των Ελλήνων ως εμπολέμων, το προοίμιον της εθνικής ημών αποκαταστάσεως (14), και τρίτον, τέλος, διότι η μη αναγνώρισις των δανείων της ανεξαρτησίας επί πεντήκοντα όλα έτη μεγάλην ήσκησεν επίδρασιν επί της όλης δημοσιονομικής πολιτικής του ελευθερωθέντος βασιλείου.
'Ολο το βιβλίο υπάρχει στο λίνκ
http://www.gutenberg.org/files/34095/34095-h/34095-h.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου