Γράφει ο/η Ιωάννης Δανδουλάκης (Πολιτ.Επιστήμων -Διεθνολόγος)
Η αντίδραση του κου Κώστα Γαβρά στην απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού και της διεύθυνσης του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως
να αφαιρέσουν μια σκηνή από την ψηφιακή του προβολή μετά την αντίδραση της Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος, τελικώς αποβαίνει ακόμα πιο προσβλητική και απαραδέκτη και από την ίδια την επίμαχη σκηνή.
Η μεν Ιεραρχία της ελλαδικής εκκλησίας αντέδρασε σε μια καταφανή και ανιστόρητη προσβολή εναντίον του ορθόδοξου χριστιανικού κλήρου, όμως η επακόλουθη παραφιλολογία καθιστά πλέον το θέμα ευρύτερης σημασίας και ενδιαφέροντος.
Δεν μπορεί πλέον κανείς να συνεχίσει να υποστηρίζει ότι η αιτία της διαφωνίας είναι αποκλειστικά οι δήθεν άσχημες σχέσεις Εκκλησίας-Ιστορίας. Εδώ πρόκειται περί προσβολής της ίδιας της νοημοσύνης, της αντίληψης και της μόρφωσης όλων των σύγχρονων Ελλήνων πολιτών.
Σε μια βουβή ολιγόλεπτη ταινία ο Έλληνας σκηνοθέτης εν γνώσει του (προφανώς) σχεδίασε ψηφιακά την σκηνή όπου γενειοφόροι άντρες ντυμένοι με μαύρα ράσα (όπως αυτά τα γνωρίζουμε να φορούνται σήμερα από τον ορθόδοξο χριστιανικό κλήρο) επιχειρούν καταστροφές στην μετώπη και την ζωφόρο του Παρθενώνα για να χτίσουν στην συνέχεια χριστιανικό ναό εντός του χώρου και να τοποθετήσουν σταυρό στο κέντρο της δυτικής μετώπης.
Από αυτήν την σκηνή ο θεατής που γνωρίζει κάπως παραπάνω ελληνική ιστορία θα συμπεράνει ότι το γεγονός τοποθετείται κάπου στον 4ο-5ο αιώνα μ.Χ., ιστορική περίοδο γνωστή για επανειλημμένες και πολλές φορές αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ χριστιανικών και ειδωλολατρικών όχλων, καθώς επίσης είναι γνωστό ότι κυριαρχούσε η συνήθεια φανατικών χριστιανών (αλλά να θυμόμαστε ότι την ίδια περίοδο οι χριστιανικές αιρέσεις υπήρχαν αναρίθμητες) να ακρωτηριάζουν “άσεμνα” γυμνά ειδωλολατρικά αγάλματα.
Όμως η μετατροπή του Παρθενώνα σε χριστιανική εκκλησία έγινε λίγο αργότερα, τον 6ο αιώνα μ.Χ.. Βέβαια η αλήθεια είναι ότι όντως ελάχιστοι Έλληνες σήμερα γνωρίζουν πρώτον μεν πότε ήταν αυτή η περίοδος έντασης μεταξύ χριστιανών-ειδωλολατρών, αφετέρου δε το αν και πότε ο Παρθενώνας κατά την βυζαντινή εποχή μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία την Αθηνιώτισσα, επομένως η ταινία αυτή θα είναι η πρώτη (κακή) πληροφορία που θα έχουν για τα δυο αυτά ξεχωριστά γεγονότα! Η σκηνή παρουσιάζεται με αυτήν ακριβώς την σειρά και μεταφέρει αυτήν ακριβώς την πληροφορία.
Ότι δηλαδή την μετατροπή αυτή είχαν ακολουθήσει σοβαροί βανδαλισμοί στο κτήριο του Παρθενώνα από χριστιανούς ιερείς. Σε μια ταινία όπου δεν υπάρχει λόγος, ούτε προφορικός ούτε γραπτός, εννοείται ότι ο σκηνοθέτης εν γνώσει του προορίζει τις εικόνες ώστε αυτές να αντικαταστήσουν τον λόγο και να μεταφέρουν όλες τις πληροφορίες που αυτός θέλει να μεταδώσει εικονικώς.
Επομένως πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζουν οι συντελεστές αυτής της ταινίας ότι “δεν υπήρξε καμία πρόθεση να προσδιοριστεί η ταυτότητα αυτών των ατόμων” και ότι αυτή αφέθηκε δήθεν αόριστη; Μα, αγνοούν τον ίδιο τον χαρακτήρα της δουλειάς τους ή μας κοροϊδεύουν; Όπως είπαμε παραπάνω η ένδυση αυτών των ατόμων, σε μια ταινία όπου βασίζεται ολοκληρωτικώς στην εικόνα, δεν αφήνει καμμία αμφιβολία ότι πρόκειται περί ορθόδοξων ιερέων ή μοναχών.
Άλλωστε όλοι γνωρίζουν ότι τέτοια ενδύματα, δηλαδή μαύρα μακριά ράσα κανείς λαϊκός δεν έχει φορέσει στην Ελλάδα πότε (ενώ και οι ίδιοι οι Έλληνες ορθόδοξοι κληρικοί δεν τα φορούσαν παρά μέχρι την εποχή της Τουρκοκρατίας).
Το συμπέρασμα είναι ότι πρόκειται περί μιας προκλητικά και με προκατάληψη σχεδιασμένης σκηνής με σκοπό του σκηνοθέτη να προσβάλλει, χρησιμοποιώντας ένα σύγχρονο τυπικό σύμβολο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή το μαύρο ράσο.
Η διάθεση και η προκατάληψη όμως του σκηνοθέτη φαίνονται περισσότερο και από τις δηλώσεις του ως αντίδραση στην αφαίρεση της επίμαχης σκηνής.
Ο κος Γαβράς ευθαρσώς δήλωσε ότι πρόκειται περί ιστορικής αλήθειας! Και το γελοίο (τουλάχιστον) της υπόθεσης είναι ότι οι (κατά φύση) υποστηρικές του, τα ελληνικά ΜΜΕ, το δέχτηκαν ανεπιφύλακτα και ούτε ένας δεν έχει εμφανιστεί ακόμα, δημοσίως δηλαδή, ο οποίος να αναρωτήθει κατά πόσο αληθεύει ιστορικά η συγκεκριμένη σκηνή. Όλοι “καίγονται” για την λογοκρισία στην σύγχρονη ελληνική δημοκρατία.
Μα εδώ πρόκειται περί ιστορίας! Και περί κινηματογραφικής δημιουργίας η οποία επιχειρεί να την παρουσιάσει πιστά! Δεν αναφερόμαστε σε κάποιον καλλιτεχνικό πίνακα της ρομαντικής εποχής, όπου π.χ. ο Ναπολέων μπορούσε να εμφανιστεί να διασχίζει τις Άλπεις ως αναβάτης σε άλογο και καλπάζοντας σε ηρωική στάση την στιγμή όπου η ιστορική αλήθεια είναι ότι πέρασε τις Άλπεις… πεζός.
Δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με ένα ποίημα αλληγορικό, ούτε με μια κινηματογραφική ταινία αισθηματικού ή ηθικοπλαστικού χαρακτήρα όπου η πραγματικότητα και ο ρεαλισμός μπορούν να παρακαμφθούν ώστε ο καλλιτέχνης να καταφέρει να μεταδώσει το βαθύτερο μύνημά του.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις η ελευθερία του λόγου ισχύει και είναι απολύτως σεβαστή, γιατί ο καλλιτέχνης δηλώνει μέσω της τέχνης του μια πρόθεση να μεταφέρει ένα βαθύτερο μύνημα μέσω του λόγου της εικόνας και φυσικά ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράσει την γνώμη του και τις απόψεις του μέσω της τέχνης.
Στον γνωστό πίνακα του Ζακ-Λουί Νταβίντ, για παράδειγμα, ο ζωγράφος θέλει να μεταδώσει την αντίληψη της δόξας και της μεγαλοπρέπειας που ο Ναπολέων ενέπνεε στον ίδιο, στην κοινή γνώμη και σε ολόκληρο τον κόσμο της εποχή του, ο ζωγράφος αυτός δεν είναι ιστορικός – είναι καλλιτέχνης.
Εδώ όμως πρόκειται περί ενός σκηνοθέτη και ενός κινηματογραφικού έργου το οποίο δεν καλλιτεχνεί, αλλά εξιστορεί, δηλαδή ο δημιουργός του γίνεται όχι καλλιτέχνης αλλά ιστορικός! Στην ιστορία δεν μπορούμε να εκφράζουμε την… “γνώμη” μας ή την “άποψή” μας για το πώς συνέβη ένα συγκεκριμένο γεγονός!
Είναι παγκοσμίως γνωστό ότι ο κινηματογράφος και η τηλεοράση δεν υπήρξαν ποτέ έμπιστα μέσα για να διδάξουν ιστορία. Πέρα από αυτό όμως ένας σκηνοθέτης, όντας βεβαίως καλλιτέχνης και όχι ιστορικός, έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει (στις μέρες μας) τις δυνατότητες της τεχνολογίας για να αναπαραστήσει την ιστορία.
Τότε όμως δεν μπορεί πλέον να επικαλείται την ελευθερία του λόγου! Οφείλει να υπακούσει στους νόμους της επιστήμης και δη της Ιστορίας. Πώς μπορεί κανείς να υποστηρίζει δημόσια ιστορικές ανακρίβειες, και μόνο και μόνο επειδή είναι καλλιτέχνης να αποκαλεί λογοκρισία τις αντιδράσεις εναντίον του;
Τότε είναι και αναιδής αλλά και θρασύδειλος! Και όσον αφορά την συγκεκριμένη περίπτωση ένα είναι το σίγουρο. Ότι δεν υπάρχει καμμία απολύτως λεπτομερής γραπτή ή άλλη απόδειξη ότι χριστιανοί και μάλιστα ιερείς επιχείρησαν ποτέ τέτοιες πράξεις στο κτήριο του Παρθενώνα.
Ακόμα και αν όντως χριστιανοί επιχείρησαν κάτι τέτοιο, δεν μπορεί κανείς να υποστήριξει βασισμένος σε εικασίες και προκαταλήψεις ότι το έκαναν ιερείς! Εν πάσει περιπτώσει εάν ο κος Γαβράς έχει ή γνωρίζει την υπάρξη τέτοιων και τόσο λεπτομερών αποδείξεων οφείλει δημοσίως να τις παρουσιάσει. Διαφορετικά προσβάλλει πλέον εμάς τους ίδιους.
Όλους τους απλούς Έλληνες πολίτες, οι οποίοι απροκατάληπτα, γνήσια και με μεράκι μελετούμε την ελληνική ιστορία, όχι με επαγγελματισμό και χρησιμοθηρία (άλλωστε ως απλοί, μικρομεσαίοι πολίτες δεν έχουμε τέτοιες… πολυτέλειες) αλλά γιατί αγαπούμε αληθινά την πατρίδα μας και την ιστορία της και επιθυμούμε να ακούγεται η αλήθεια και μόνο η αλήθεια όσον αφορά αυτήν.
Και οφείλει να ζητήσει δημοσίως συγγνώμη ο κος Γαβράς και από την Ορθόδοξη Εκκλησία την οποία απρόκλητα προσέβαλε αλλά και από όλους εμάς τους Έλληνες τους οποίους δεν σέβεται κάνοντας τέτοιες δημόσιες δηλώσεις και μάλιστα σε οργισμένο ύφος.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο το οποίο ο κος Γάβρας, οι συνεργάτες του και όσοι τον υποστηρίζουν δεν σέβονται και αυτό είναι ο ίδιος ο χώρος και το μνημείο της Ακρόπολης. Είναι αποδεδειγμένο ότι από την εποχή που συστάθηκε το νεοελληνικό κράτος και άρχισε να εκπληρώνεται έμπρακτα το ενδιαφέρον όλων για τις ελληνικές αρχαιότητες και τα μνημεία, στον βράχο της Ακρόπολης και στον Παρθενώνα έχει συστηματικά διαπραχθεί μια μέγιστη αδικία.
Έλληνες και ξένοι αρχαιολόγοι, επιστήμονες και άνθρωποι του πνεύματος έχουν κάνει το παν τους τελευταίους δυο αιώνες ώστε να ξεχαστεί το γεγονός ότι ο Παρθενώνας στην ουσία είναι η εκκλησία της Παναγίας της Αθηνιώτισσας. Και όπως φαίνεται αυτό το έχουν πετύχει σε μεγάλο βαθμό.
Οι περισσότεροι Έλληνες και φυσικά ακόμα περισσότεροι ξένοι το αγνοούν (εγώ ο ίδιος το συνειδητοποίησα πολύ αργότερα από τότε που πρώτη φορά έμαθα για την ύπαρξη του μνημείου).
Όμως όταν το συνειδητοποίησα στεναχωρήθηκα και δεν μπορώ από τότε πλέον να χαίρομαι όπως πριν κάθε φορά που επισκέπτομαι τον χώρο. Γιατί πολύ απλά μέσα μου βαθειά ποθώ να νοιώσω επισκέπτοντας τον ναό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας το ίδιο δέος που νοιώθει κανείς εισερχόμενος στις εκκλησίες του Μυστρά. Ποιος και γιατί έχει το δικαίωμα να μας το στερήσει αυτό, όχι από εμάς τους Έλληνες χριστιανούς, αλλά και από όλους τους ξένους επισκέπτες του χώρου;
Παρόλo αυτά ως Έλληνας και χριστιανός ορθόδοξος δεν μπορώ να το παραγνωρίσω αυτό, όπως και επακόλουθα να δεχτώ αυτήν την συστηματική προπαγάνδα. Την προπαγάνδα που έχει μεταφερθεί και στην εν λόγω ταινία.
Διότι ο τρόπος με τον οποίο οι σκηνές διαδέχονται η μια την άλλη, όπως ήδη είπαμε, δεν είναι τυχαίος και προβάλλει ένα συγκεκριμένο μύνημα. Την γενικότερη αντίληψη η οποία έχει κυριαρχήσει, δηλαδή ότι στην ουσία η μετατροπή του ναού της θεάς Αθηνάς σε χριστιανική εκκλησία ήταν μια πράξη βέβηλη, βάρβαρη και συγκαταλέγεται εν ολίγοις στην λίστα με όλες τις άλλες καταστροφές που ανά τους αιώνες έχει υποστεί το μνημείο. Μια πράξη η οποία πρέπει να ξεχαστεί.
Αν όμως ήθελαν να είναι δίκαιοι με την ιστορία και το ίδιο το μνημείο, θα αναγνώριζαν ότι ο Παρθενώνας δεν είναι πλέον ένας αρχαίος ναός της θεάς Αθηνάς, αλλά είναι ένας ναός της θεάς Αθηνάς που έγινε η εκκλησία της Παναγίας της Αθηνιώτισσας.
Και να αναγνωρίσουν το μνημείο και ως βυζαντινή αρχαιότητα. Και να αποδώσουν στους χαμένους και κλαπέντες θησαυρούς της Παναγίας της Αθηνιώτισσας την ίδια σημασία και αξία που προσδίδουν στα Μάρμαρα. Δηλαδή γιατί κανείς δεν αναζητεί να βρεί την εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας; Δεν αξίζει αυτό το κειμήλιο να τοποθετηθεί δίπλα στα άλλα αγάλματα στο Μουσείο; Μα δεν αναφέρουν καν την υπάρξη αυτής της εικόνας!
Έπειτα αυτούς τους βανδαλισμούς που εμφανίζονται στην ταινία, υποτίθεται ότι τις έκαναν ποιοι; Οι Έλληνες! Οι Αθηναίοι της εποχής του Μεγάλου Βασιλείου και του Μεγάλου Γρηγορίου. Αυτοί οι Αθηναίοι οι οποίοι ήταν πολύ πιο μορφωμένοι και καλλιεργημένοι από όλους εμάς και σέβονταν τα μνημεία και την κληρονομιά τους περισσότερο από ότι εμείς σήμερα. Όχι!
Αυτά που γράφω τώρα δεν είναι εικασίες, ούτε προκαταλήψεις. Ας διαβάσει κανείς τα κείμενα των συγχρόνων χριστιανών συγγραφέων, ιστορικών, θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών και ας βρεί έστω μια κακή αναφορά στο μνημείο της Ακροπόλης και τον Παρθενώνα! Έστω μια φράση όπου να αποκαλείται άσεμνος και χώρος ακολασίας!
Μα υπάρχει μεγαλύτερη ένδειξη σεβασμού των Ελλήνων της εποχής εκείνης στο μνημείο από το γεγονός ότι το μετέτρεψαν σε χριστιανική εκκλησία; Ότι δηλαδή ο χώρος αγιάστηκε και ευλογήθηκε από την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, την τέλεση του υψίστου επί γής μυστηρίου;
Και όμως με αυτόν τον τρόπο το μνημείο έτυχε σεβασμού και διατηρήθηκε σε πολύ καλή κατάσταση μέχρι την Τουρκοκρατία, σε αντίθεση με άλλους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας. Στην Ολυμπία και στους Δελφούς, για παράδειγμα, όπου οι χώροι εγκαταλείφθηκαν και λεηλατήθηκαν, η καταστροφή σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερη, και όσον αφορά τον ίδιο τον Παρθενώνα θα ήταν σίγουρα σε πολύ καλύτερη κατάσταση εαν δεν είχει γίνει ο βομβαρδισμός από τον Μοροζίνι.
Κατά τον κο Γαβρά όμως το ιερατείο της εποχής εκείνης ήταν θρησκόληπτο. Αν όντως ήταν “θρησκόληπτοι” τότε έτσι ακριβώς όπως γράφω παραπάνω σκέφτονταν για το μνημείο του Παρθενώνα και για αυτό τον μετέτρεψαν σε εκκλησία. Αν είναι έτσι λοιπόν συμφωνούμε, ναι θρησκόληπτοι ήταν και εύγε τους γιατί έτσι διατήρησαν και σεβάστηκαν το μνημείο καλύτερα από εμάς σήμερα!
Εκτός αυτού δεν πρέπει να παραλείψουμε και τούτο το ιστορικό στοιχείο. Είναι γεγονός ότι ήδη από τον 4ο και 5ο αιώνα οπότε η χριστιανική θρησκεία γίνεται η επίσημη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και κυριαρχεί σε όλη την επικράτειά της, μαζί με τον θρησκευτικό φανατισμό, ο οποίος σημειωτέον προερχόταν από πολλές διαφορετικές αιρετικές φατρίες, δεν είχε ουδεμία σχέση με την επίσημη Ιεραρχεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ποτέ δεν διατάχθηκε από αυτήν καμμία βιαιοπραγία, συνυπήρχε λοιπόν την ίδια εποχή αλλά και μετέπειτα καθόλη την βυζαντινή περίοδο μια έντονη κοσμικότητα στην χριστιανική ελληνική-βυζαντινή κοινωνία.
Ως απόγονοι της ελληνορωμαϊκής κουλτούρας και κληρονόμοι του πολιτιστικού αυτού πλούτου οι έλληνες-βυζαντινοί είχαν κληρονομήσει και την αγάπη για τον πλούτο, τον στολισμό, την καλλιτεχνική ομορφιά. Έτσι μπορεί μεν οι εκκλήσιες να ήταν γεμάτες αγιογραφίες οι επαύλεις όμως και τα παλάτια των αυτοκρατόρων και των ευγενών ήταν γνωστά κέντρα συλλογής αρχαίων καλλιτεχνικών αριστουργημάτων, αγαλμάτων κλπ.
Οι δρόμοι της Κων/πολής τουλάχιστον ήταν γεμάτοι από προτομές, αναθήματα, αγάλματα, τα οποία βεβαίως δεν προσκυνούσαν, αλλά τα διατηρούσαν σαν στολίδια της πόλης τους και φυσικά όλοι γνωρίζουν για τους θησαυρούς του Ιπποδρόμου και οι σύγχρονοι αρχαιολόγοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι πολλά αρχαία αγάλματα, γυμνά φυσικά, σώθηκαν από την μανία των Ούνων, των Σλάβων και άλλων επιδρομέων γιατί βρίσκονταν μέσα στην ασφάλεια των μεγάλων αστικών κέντρων.
Επομένως αυτή η προπαγάνδα που κυκλοφορεί ότι στο Βυζάντιο κυριαρχούσε μια φανατική και θρησκόληπτη απέχθεια προς κάθε τι αρχαίο σε σημείο που όποιος έβλεπε άγαλμα μπροστά του να το γκρεμίζει, είναι ένα μεγάλο ψέμμα.
Οι καθολικοί Δυτικοί όταν επισκέπτονταν την Κων/πολη και έβλεπαν όλον αυτόν τον “κοσμικό” αρχαίο καλλιτεχνικό διάκοσμο κατηγορούσαν τους Γραικούς Ορθοδόξους ως ειδωλολάτρες που λατρεύουν αρχαίους θεούς!
Λοιπόν, για όλα τα παραπάνω υπάρχουν αποδείξεις όπως και για το γεγονός ότι πέρα από τις βιαιοπραγίες φανατικών όχλων οι βυζαντινοί όχι μόνο στην εποχή των 4ου και 5ου αιώνων, της ταραχής μεταξύ χριστιανών και ειδωλολατρών αλλά και σε καμμία άλλη εποχή της βυζαντινής ιστορίας δεν έχασαν τον σεβασμό τους για τον Παρθενώνα. Ας διαβάσουν αυτοί οι “μορφωμένοι” άνθρωποι επιτέλους τον Μιχαήλ Ακομινάτο να δούν τι λέει για την ένδοξη πόλη της Αθήνας και τα μνημεία της, όχι κατά τον 4ο ή τον 6ο αιώνα αλλά κατά τον 12ο, στην καρδιά δηλαδή της αποκαλούμενης “σκοτεινής” εποχής του Μεσαίωνα… Μάλιστα, για όλα αυτά που γράφουμε εδώ υπάρχουν περίτρανες αποδείξεις.
Όμως για τις καταστροφές στην μετώπη και την ζωφόρο του Παρθενώνα από χριστιανούς τι αποδείξεις υπάρχουν; Σίγουρα δεχόμαστε ότι πιθανότατα φανατικοί χριστιανοί κατά τον 4ο-5ο αιώνα έκαναν καταστροφές σε “άσεμνα” αγάλματα στον γενικώτερο χώρο της Αθήνας, όμως τι αποδείξεις υπάρχουν για το τι ακριβώς ζημιές έγιναν και ποιοι τις διέπραξαν; Όσον αφορά εικασίες περί ιερωμένων ή μοναχών ένα είναι το σίγουρο.
Οι χριστιανοί ιερείς της εποχής εκείνης ήταν απαραίτητα μορφώμενοι και καλλιεργήμένοι άνθρωποι και όπως ήδη είπαμε οι μορφωμένοι Αθηναίοι της εποχής εκείνης είναι απίθανο να έτρεφαν απέχθεια για το αιώνειο μνημείο της πόλης τους. Άρα μιλάμε για ανθρώπους που δεν ταιριάζουν με το προφίλ ενός άσχετου, οχλαγωγημένου, φανατισμένου και προφανώς γεροδεμένου άνδρα ο οποίος θα ανέβει στην ζωφόρο του Παρθενώνα για μια… τέτοια δουλειά. Έπειτα όσον αφορά μοναχούς, είναι γνωστό ότι την εποχή εκείνη κυριαρχούσε ο αναχωρητισμός στην Παλαιστίνη και την Αίγυπτο.
Οργανωμένα και πολυπληθή κοινόβια δηλαδή δεν υπήρχαν ακόμα όχι μόνο στην Αττική αλλά και όχι πολλά σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Ίσως υπήρχαν επομένως, αλλά εδώ μόνο να εικάσουμε μπορούμε, κάποιοι ερημίτες στην ευρύτερη Αττική αλλά και πάλι αυτοί θα ήταν λίγοι και μάλλον απρόθυμοι να αφήσουν την έρημό τους για αυτόν τον λόγο. Άλλωστε η κατηγορία του κου Γαβρά για το ιερατείο της εποχής εκείνης είναι και εντελώς αυθαίρετη.
Μήπως ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ή κάποια άλλη εκκλησιαστική αρχή έστειλε εγκύκλιο στους κληρικούς της Αθήνας με την εντολή να… καταστρέψουν την μετώπη και την ζωφόρο του Παρθενώνα;
Μάλιστα, έτσι έχουν τα πράγματα γιατί εδώ ο σκηνοθέτης αυτός, με την ταινία αυτή επιχείρησε να “γράψει” ιστορία και όχι απλά ένα καλλιτεχνικό έργο. Ας πρόσεχε λοιπόν να έλεγε την ιστορία σωστά τουλάχιστον…
Αλλά δεν είναι ο μόνος. Ενδεικτικά από την επίκαιρη δημοσιογραφία παραθέτουμε: “Η ηγεσία της ελληνικής Εκκλησίας έχει πολλούς λόγους να αποστρέφει το βλέμμα της από την Ακρόπολη, τον Παρθενώνα, και κάθε τόπο ή χώρο λατρείας που παραπέμπει σε ιερότητα ξένη προς τη δική της. Δεν είναι βέβαια οι ενοχές που ενεργοποιούνται όταν γίνεται λόγος για τον Παρθενώνα και την Ακρόπολη, ενοχές που προκύπτουν από τεκμηριωμένους βανδαλισμούς που υπέστησαν όλα τα αρχαία μνημεία με πρωταγωνιστές φανατισμένους ρασοφόρους του παρελθόντος……..”
Αυτά έγραφε εχθές στις 28/7/2009 στην “Αυγή” ο κος Σ. Μαυροειδής.
Ποιος χώρος λατρείας “ξένος” προς την λατρεία της ελλαδικής ορθόδοξης Εκκλησίας είναι αυτός στον οποίο αναφέρεται ο κος Μαυροειδής; Ο πρώην ναός της θεάς Αθηνάς ο μετατραπής εις εκκλησία της Παναγίας της Αθηνιώτισσας; Και στις “ενοχές” για ποιους “τεκμηριωμένους βανδαλισμούς” από “φανατισμένους ρασοφόρους” αναφέρεται;
Έχει ο κος Μαυροειδής αυτά τα “τεκμήρια”; Πρόκειται όπως βλέπετε για άλλον έναν “πλήρη” και “βαθύ” “γνώστη” της ελληνικής ιστορίας…
Μήπως κατ’ αναλογία ο κος Μαυροειδής και όλοι οι άλλοι που λένε τα ίδια, εάν ήταν Άγγλοι θα υποστήριζαν ότι την Άννα Μπολέυν την αποκεφάλισε ο… αρχιμάγειρας του παλατιού του Ερρίκου Η’; Και βέβαια θα είχαν τεκμηριωμένη άποψη…
Πηγή ‘Ρομφέα’
http://pneymatiko.wordpress.com/2009/07/30/%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CF%85-%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%B5%CE%B9-%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B1/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου