Στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης,της καταναλωτικής κοινωνίας και της ταυτόχρονης μαζικοποίησης, η γλώσσσα έχει γίνει το πιο εκφραστικό αλλά και το πιο σκοτεινό πρόβλημα.
Γλώσσα είναι η πραγματοποίηση της συνείδησης·και μ΄αυτήν την ιδιότητα-πρίν απο κάθε επικοινωνία- ο ορισμός της συνείδησης στη σκέψη , δηλαδή η επικοινωνία ανάμεσα σε μένα και τον εαυτό μου ξεκινώντας απο το υποσυνείδητο.Το εργαλείο αυτής της πρωτογενούς επικοινωνίας, την ίδια την γλώσσα, μου την έδωσαν άλλοι στα πλαίσια της επικοινωνίας, την έχω μάθει, για να γίνω συνειδητός του εαυτού μου.
Το άτομο βεβαίως αισθάνεται ήδη πριν την διατυπωμένη σκέψη, αλλά το θαύμα του αυθορμητισμού υφίσταται ακριβώς στο γεγονός οτι το αίσθημα άμεσα γίνεται σκέψη και ταυτόχρονα λόγος. Εδώ βρίσκονται οι αληθινές ρίζες της έννοιας του πολιτισμού σαν συναισθηματικός πολιτισμός, γλωσσικός πολιτισμός. Και τα δύο λείπουν σε μεγάλο βαθμό απο το άτομο στην βιομηχανική κοινωνία. Το συναίσθημα αντικαθίσταται απο το κώλυμα, στη θέση του δημιουργικού και του καταστρεπτικού λόγου, μπαίνει η κοινή φρασεολογία.
Η εξέλιξη των Ευρωπαικών γλωσσών, που έγιναν οι φορείς του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, δεν διαχωρίζεται απο την κοινωνική εξέλιξη και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σε σύγκριση με την ιστορία της Ελληνικής γλώσσας. Εφ' όσον ο Ευρωπαικός πολιτισμός ισχυρίζεται οτι είναι η ολοκλήρωση του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, αυτή η σύγκριση των φορέων του πολιτισμού μπορεί να ρίξει φως στα διάφορα ερωτηματικά.
Ήδη το ξεκίνημα των Ευρωπαϊκών γλωσσών δείχνει μιά πολύ παράξενη ιδιαιτερότητα:τη διγλωσσία, όχι όπως υπήρξε στο Βυζάντιο όπου δύο μορφές της ίδιας γλώσσας συνυπήρξαν, αλλά σε ένα ανταγωνισμό μεταξύ της λατινικής σαν επίσημης γλώσσας της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και επομένως του κρατικού κατεστημένου, και των διαφόρων λαϊκών γλωσσών, των Φράγκων, Ιταλών, Γερμανών. Αυτή η διγλωσσία χαρακτήριζε όλο το μεσαίωνα και τοπικά διατηρήθηκε μέχρι τον 19ο αιώνα. Κάτω απο αυτές τις συνθήκες οι λαϊκές γλώσσες είχαν μιά πολύ αργή εξέλιξη. Η μεγάλη στροφή της Μεταρρύθμισης του Λούθηρου και του Καλβίνου έφερε την λαϊκή γλώσσα στην επιφάνεια σαν την γλώσσα της Βίβλου και της Λειτουργίας. Αυτή όμως η στροφή τελικά δεν οδήγησε σε μία παλλαϊκή "αναγέννηση", αλλά μετέτρεψε την γλώσσα κατά την περίοδο του Διαφωτισμού σε κύριο μέσο έκφρασης της καινούργιας τάξης των αστών. Όλη η λογοτεχνία του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα είναι όλο και πιο έντονη έκφραση της ταξικής πάλης των αστών εναντίον του φεουδαρχισμού, και κορυφώνεται στη Γερμανία στην "κλασική" εποχή του Γκαίτε και του Σίλλερ, στη Γαλλία νωρίτερα στο διαφωτισμό του Βολτέρου και του Ντιντερώ.
Έτσι η γλώσσα όλο και περισσότερο αποσπάται απο το λαό, ο οποίος -ιδιαίτερα στη Γερμανία- μιλούσε σε διάφορες διαλέκτους που πολλές φορές δεν είχαν καμιά σχέση με τη γλώσσα των γραμμάτων, που μιλούσαν οι "διανοούμενοι". Σαν σύμβολο της τάξης των αστών απο τις θαυμαστές δημιουργίες της ποίησης και του θεάτρου, η γλώσσα σιγά-σιγά ξεπέφτει σε καθημερινό μέσο εμπορίου, των μαζικών μέσων ενημέρωσης, ώστε να χάσει την βασική της λειτουργία:την άμεση επικοινωνία των ανθρώπων.
Έτσι κατάληξαν οι Ευρωπαϊκές γλώσσες στο αδιέξοδο όπου βρίσκονται σήμερα, με μιά ποίηση που δεν μπορεί να εκφράσει πια τίποτα και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τα μέσα του παραλόγου, χωρίς καμιά ικανότητα επικοινωνίας.
Σε σύγκριση μ' αυτό το σύντομο σκίτσο της κοινωνιολογκής ιστορίας των Ευρωπαϊκών γλωσσών η Ελληνική πραγματικότητα αποκαλύπτει εντελώς άλλες ρίζες. Μολονότι, στο Βυζάντιο, γνώρισε και ο Ελληνισμός τη διγλωσσία, υπάρχουν δύο παράγοντες που εμποδίζουν μια εξέλιξη ανάλογη με την Ευρωπαϊκή: πρώτα το γεγονός οτι πάντοτε επρόκειτο για την ίδια γλώσσα έστω και αν έγινε η αρχαία σύμβολο του στάτους των κυριαρχούντων, οι οποίοι όμως σαν υπάλληλοι ενός συγκεντρωτικού κράτους δεν απόκτησαν ποτέ τη μορφή κλειστής τάξης· δεύτερον η γλώσσα της Εκκλησίας που στην αρχή του Χριστιανισμού ήταν η πιό προλεταριοποιημένη μορφή της τότε διεθνούς Κοινής Γλώσσας, πάντα έμεινε λίγο -πολύ κατανοητή για το λαό, ακόμη και σε μεταγενέστερες εποχές, όταν η γλώσσα του λαού απομακρύνθηκε σημαντικά απο την Κοινή Γλώσσα της Ελληνιστικής εποχής.
Η ζωντανή γλώσσα έτσι ποτέ, σε κανένα σημείο της ιστορίας της, δεν έγινε σύμβολο του στάτους μιάς προνομιούχου μειοψηφίας, αλλά ήταν η συνειδητή έκφραση του λαού.
Μ' αυτές τις ιστορικές ρίζες μπόρεσε να σημειωθεί στη νεώτερη Ελλάδα μιά θεαματική εξέλιξη, η οποία είναι μοναδική στην ιστορία, και δεν είχε ανάλογα ίχνη στην Ευρώπη: η πάλη μεταξύ της καθαρεύουσας και της δημοτικής. Οι Έλληνες που ζούν αυτή τη πραγματικότητα και ταυτόχρονα κοιτάζουν με σεβασμό τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό, ιδιαίτερα τις εκδηλώσεις στον τομέα της λογοτεχνίας, δεν αντιλαμβάνονται την τεράστια -και για την κοινωνική δομή τόσο αποφασιστική- σημασία της ιστορίας αυτής της πάλης.
Η καθαρεύουσα είναι γέννημα και θρέμμα της Ευρώπης του διαφωτισμού
(ο Κοραής έζησε στο Παρίσι τη Γαλλικη Επανάσταση, κάτω απο την άμεση επιρροή του Διαφωτισμού), της καινούργιας αστικής τάξης του κλασσικισμού, οπότε ανακαλύφτηκε για δεύτερη φορά μετά την Αναγέννηση ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός. Η γλώσσα που αυτοί οι φωτισμένοι Έλληνες διανοούμενοι δημιούργησαν, ήταν η έκφραση του Ευρωπαίου αστού και της ταξικής του συνείδησης, όπως είχε διαμορφωθεί στα πλαίσια του Διαφωτισμού και της Επανάστασης σαν το πρώτο μέσο της ταξικής πάλης, που στην Ευρώπη στράφηκε εναντίον των Φεουδαρχών και της φεουδαρχοποιημένης Εκκλησίας, και όχι εναντίον ενός ξένου κατακτητή. Και αυτή τη γλώσσα προσπαθούσαν γενεές εξευρωπαϊσμένων αστών να την επιβάλουν στον Ελληνικό λαό. Το θαύμα της αποτυχίας τους δεν μπορεί να εξαρθεί αρκετά. (Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η παράλληλη εξέλιξη στην Ουγγαρία όπου μια ομάδα μικρών ευγενών κατα το τέλος του 18ου αιώνα έκανε μια προσπάθεια να ανανεώσει τη γλώσσα του λαού περίπου με ανάλογα ιδανικά όπως το είχαν κάνει οι δημιουργοί της ελληνικής καθαρεύουσας. Αυτοί οι μεταρρυθμιστές της Ουγγρικής γλώσσας επέτυχαν, δημιούργησαν τη γλώσσα των διανοούμενων νέων αστών, και χάλασαν μέχρι και τις ρίζες τη γλώσσα του λαού, έτσι που να είναι σήμερα η ουγγρική γλώσσα ένα αλλοτριομένο μίγμα που μάταια προσπαθούν λογοτέχνες και ποιητές να την ανανεώσουν απο τις λαϊκές ρίζες, αφού απλούστατα οι ρίζες δεν υπαρχουν πιά).
Η αντίθετη Ελληνική εξέλιξη, η ομόθυμη τάση των λογοτεχνών και ποιητών να ταχθούν εναντίον της καθαρεύουσας και υπέρ της δημοτικής, είναι η πιο καθαρή απόδειξη οτι η ταξική δομή της Ελλάδος, όπως διασώθηκε απο το Βυζάντιο και τη Τουρκοκρατία δεν γνώρισε ποτέ τον φεουδαρχισμό της "κληρονομικής ευγενείας"η οποία ως ιδεολογία και φορέας των κρατικών και κοινωνικών μηχανισμών (ακόμα και των εκκλησιαστικών) καθόρισε στα Ευρωπαϊκά κράτη και την κοινωνικο-πολιτική καθώς και την πολιτιστική εξέλιξη, ακόμα την αντίθετη διαμόρφωση της καινούργιας αστικής τάξης. Η έλλειψη ταξικής διακρίσεως στη συνείδηση του Ελληνικού λαού έχει την αποδειξή της στην ιστορία της γλώσσας. Η λαϊκή γλώσσα, με την οποία, στην μορφή της διαλέκτου ή της αργκώ των πόλεων, στην Ευρώπη εκφράζεται η στομωμένη άρνηση αστικής μόρφωσης εκ μέρους των καταπιεσμένων τάξεων-ακόμα και με την ασυναρτησία της έκφρασης, γιατί η γλωσσική διάρθρωση αποδεικνύει τον αστό διανοούμενο- στην Ελλάδα έγινε ο φορέας της λαϊκής συνείδησης, της λογοτεχνίας, της πολιτικής έκφρασης του λαού και τελικά νίκησε τον ευρωπαϊκού τύπου τεχνητό αστικό αντίπαλο, όταν στη Βουλή το 1975 ανακοινώθηκε οτι η καθαρεύουσα "είναι νεκρή".
Αυτή η ουσιστική διαφορά μεταξύ του Ελληνικού και του Ευρωπαϊκού πολιτισμού θα έπρεπε να συνειδητοποιηθεί με κάθε μέσον στην Ελλάδα τη στιγμή που οι δεσμοί μεταξύ Ελλάδος και Ευρώπης γίνονται πιο στενοί και ο γενικός θαυμασμός προς την Ευρωπαϊκή Κουλτούρα και τα κατορθώματα της αυξάνεται όλο και περισσότερο. Πρέπει να αντιληφθούν οι Έλληνες οτι αντιμετωπίζουν μια βασικά νεκρή κουλτούρα, η οποία δεν ξέρει πως να ξεμπλέξει απο τις κληρονομικές αρρώστιες της, ενώ οι Έλληνες διαθέτουν με το μέσον της πάντα ζωντανής λαϊκής γλώσσας τους, ενα στοχείο της διαρκούς επανάστασης, που ίσως ούτε οι ίδιοι οι εφευρέτες της πολιτιστικής διαρκούς επανάστασης, οι Κινέζοι, διαθέτουν. Γιατι στην Ελλάδα σχεδόν δεν υπάρχει Έλληνας που να μην έλαβε ενσυνείδητα μέρος στην εξέλιξη της γλώσσας του: με τον λόγο, με την ομολία βρίσκει ουσιαστικά τον εαυτό του στην επικοινωνία με τον συνανθρωπο του.
Οι Έλληνες έχουν την λέξη ΑΝΘΡΩΠΙΑ*, και εφ' όσον την έχουν, έχουν και ανθρωπιά. Και αυτός είναι τελικά η συναισθηματική βάση της υπαρξής τους, ο μύθος τους.
Η μόνη μου ευχή είναι, αφού γνώρισα αυτή την ανθρωπιά, να διατηρηθεί ανέπαφη στη σκληρή μάχη με τις "ευλογίες" του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού που με τους μηχανισμούς του μεταγενέστερου καπιταλισμού και της καταναλωτικής κοινωνίας πλημμυρίζει τον τόπο.*
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ ΓΚΕΜΕΡΕΫ
Η ΔΥΣΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ 1977
Πόσο ρομαντικά ακούγονται όλα αυτά 30 χρόνια μετά, και γνωρίζοντας τα αποτελέσματα της σκληρής(;) μάχης!
Μετανάστες στην ίδιο μας τον τόπο, με υπερασπιστή της γλώσσας και της ιστορίας στο Ελληνικό Κοινοβούλιο,τον αρριβίστα εθνικιστή και την φαιδρή παρέα του, λοιδορούμενοι απο τους (παρα)μορφωμένους, και με δεκανίκι, σύσσωμη τη συντηρητική παράταξη.
Η γλώσσα δεν κατασκευάζεται στα εργαστήρια, ζεί όσο είναι ζωντανή και εκφράζει τους πόθους ενός λαού, όχι μόνο των διανοούμενων, που ξεπούλησαν την κληρονομιά τους αντί πινακίου φακής.Όσο ομιλείται, εξελίσσεται και συνεχίζει να υπάρχει.
Το πρόβλημα δεν είναι αν θα μεταφέρουμε ξένους όρους στα ελληνικά, αλλά αν χρειαζόμαστε υπερηχητικό αεροσκάφος για να πάμε στο περίπτερο. Και εμείς είμαστε αποφασισμένοι να μην πάμε παραπέρα απο το περίπτερο, ούτε για επίσκεψη. Δικαίωμα του καθενός ,ιερό και το σέβομαι. Όχι όμως μειώνοντας την κληρονομιά του αλλά προσφέροντας κάτι καλύτερο απο αυτό που είχε. Μέχρι λοιπόν να προσφερθεί αυτό το καλύτερο επιτρέψτε μου ένα ποίημα:
Ως φτωχοί και υποδουλωμένοι τιμούσαμε
την αρχοντική γλώσσα των προγόνων μας.
Τώρα, πλούσιοι και ελεύθεροι,
προτιμούμε τη νεόπλουτη εμπόρισσα
με δανεικές έννοιες και λίγες χάρες.
Όσο για την τιμημένη,
την περιφέρουμε νεκρή
στα ιδρύματα τιμωρίας
και αναμόρφωσης των παίδων,
ανίκανοι να διαχειριστούμε
την παγκόσμια κληρονομιά
των παππούδων μας.
Αίρεται αφ’ ημών η βασιλεία
και δοθήσεται τοις έθνεσι.*Στις Ευρωπαϊκές γλώσσες δεν υπάρχει η λέξη ΑΝΘΡΩΠΙΑ, που στην νεολληνική γλώσσα διαμορφώνεται κατά τον γραμματικό πρότυπο της ομορφιάς, της δροσιάς, της ζεστασιάς.
Απο τον Λ. Γκεμέρεϋ και το βιβλίο του "η δύση της Δύσης" 1977
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου