Πανηγύρι Ταύρου, στο χωριό Αγία Παρασκευή, στη Λέσβο. Είναι το «αρσενικό» πανηγύρι στην Ελλάδα, με πολλά «δρώμενα». Με παμπάλαια έθιμα δεμένα κι ανακατεμένα με τη γιορτή του Αγίου Χαράλαμπου, του «Γέρου», όπως γκαρδιακά λένε οι Αγιαπαρασκευιώτες τον «προστάτη» των ζωντανών τους. Δρώμενα δεμένα με ταυροθυσίες, ταξίματα, ιερεία, θύτες, ιερούς θιάσους, σπονδές, απόκρυφες θεότητες, αναθήματα, αλογοδρομίες, μουσική, χορό, με το Διόνυσο και βακχικές τελετές, με την Αγραία Αρτέμιδα, με τη μυθολογική Νύμφη Αρέθουσα, με «μαγικές» και δεισιδαίμονες πράξεις. Με απλά λόγια, με την ιστορική και βιολογική παράδοση του λαού μας.
Εδώ τα έθιμα και τα «δρώμενα» είναι ξεκάθαρα. Το «ιερείο» ή τα «ιερεία», το ταυρί ή τα ταυριά, τα θύματα που σφαγιάζονται από τους θύτες για να θυσιαστούνε στον Αϊ - Χαραλάμπη, το «Γέρο», είναι «ο υψωθείς εν τω σταυρώ εκουσίως» λαός. Και καθώς οδηγούνε το ιερό ταυρί στο θυσιαστήρι, οι χωριανοί κλαίνε «περίλυποι έως θανάτου» και το στολίζουνε με λουλούδια, λουλουδοστέφανα και χρυσοκεντημένα μαντίλια, όπως τον Επιτάφιο.
Το ξεχωριστό, σε πάθος και οίστρο, αυτό πανηγύρι, έχει το «Συναξάρι» του: Στη Γέρνα, σ' ένα πολύ παλιό - δεν υπάρχει πια - χωριουδάκι, στη Λέσβο, χτισμένο στο κατάγιαλο, στον κόλπο Καλλονή, ζούσανε μια φούχτα άνθρωποι, που μέσα στα ρουθούνια τους είχανε την αρμυρή μυρουδιά από τη θάλασσα και τα γιαλόκρινα. Κάμποσες φορές τους καταπλάκωσαν οι κουρσάροι Σαρακηνοί, οι «μπουκανιέρηδες» κι οι «φλιμπουστιέρηδες» με τα πλεούμενα και τις γιαταγάνες τους και τους ξεκληρίζανε μεσ' απ' τον όμορφο κάμπο.
Ενας Αγιαπαρασκευιώτης, που τονε λέγανε Μαλομύτη, ζευγάς, έχασε το ταυρί του και γύριζε μερόνυχτα στο Τσαμλήκι - Πευκοδάσος να το βρει. Μια μέρα βρέθηκε σ' ένα βουναλάκι, όπου υπήρχε νεροπηγή. Γονάτισε να βρέξει το λαρύγγι του, που είχε ξεραθεί από το λιοπύρι. Στην κορφή ήτανε τ' αλειτούργητο ξωκλήσι τ' Αϊ - Χαραλάμπη, που από πίσω του κρυβόταν ο Μπαλτζικιώτης, ο Τούρκος ληστής, κι έκλεβε τα ζωντανά από τους χωριανούς. Σημάδευε τον Μαλομύτη με το ντουφέκι του να τόνε σκοτώσει, αλλά ένα σύγνεφο έμπαινε μπροστά του κι έχανε το στόχο. Ο Τούρκος, αν κι άπιστος, κατάλαβε πως ήτανε «θαύμα» του αγίου. Φώναξε τον Μαλομύτη, του το διηγήθηκε, κι όταν έμαθε για ποιο σκοπό γύρναγε σε τούτο δω τον τόπο, του 'δωσε το ταυρί. Ο Μαλομύτης έταξε να προσφέρει το ταυρί του «κουλμπάνι», δηλαδή «ιερείο» στον Αϊ - Χαραλάμπη. Πήγε στο χωριό, μίλησε για το «θαύμα», μάζεψε συγγενολόγια και γνωστούς του, λειτούργησε το ξωκλήσι και πρόσφερε θυσία το ταυρί του.
Το βουναλάκι από τότε ονομάστηκε «Ταύρος», και καθιερώθηκε έθιμο - δρώμενο, κάθε χρόνο, μετά το Πάσχα να κάνουνε πανηγύρι και να θυσιάζουνε «κουλμπάνι», «ιερείο» στον Αϊ - Χαραλάμπη, στο «Γέρο».
Το πανηγύρι, το γλέντι, το ξεφάντωμα, η ταλαιπωρία μέσα στα λιοπύρια, το τραγούδι, ο χορός, οι καημοί, οι οίστροι, είναι στη φλέβα του λεσβιακού λαού. Η τρανή καρδιά του είναι τεντωμένη χορδή στ' όργανο που παίζει περιπλανώμενος παιχνιδιάτορας, καθώς μερόνυχτα τραγουδά με τον ουρανό, τη θάλασσα, τα λουλούδια και τις αγάπες του. Το πανηγύρι για τον «Ταύρο», που είναι το μεγαλύτερο στη Λέσβο, το 'χει αναλάβει το «Μεγάλο Σωματείο "οι Ζευγάδες"», στην Αγία Παρασκευή και κάθε χρόνο το κάνει καλύτερο κι ομορφότερο.
Από την Παρασκευή, ο πρωτοζευγάς μ' όλο το Σωματείο παίρνουνε το «ιερείο», το ταυρί που θ' «αγιάσει», και το γυρνούνε στο χωριό, να το στολίσουνε, να το ραντίσουνε με ροδόσταμα, να το κλάψουνε. Παίρνουν ακόμα το κόνισμα με τον Αϊ - Χαραλάμπη, που το φυλάγει στο σπίτι του ο πρωτοζευγάς, το λάβαρο, τα κακάβια - λέβητες κι όλα τα χρειαζούμενα και πάνε στο Πευκοδάσος, στο ξωκλήσι. Ακλουθάνε ντόπια όργανα, βιολιά, σαντούρια, κλαρίνα, τούμπανα, που παίζουνε τον «αλογίσιο», ένα παθιάρικο, λυπητερό, αλλά και λεβέντικο σκοπό για τ' άλογα, καθώς όλοι οι θύτες είναι καβαλάρηδες σε καταστόλιστα άτια - άλογα. Αφάνταστο το στόλισμα που γίνεται στ' άλογα, στη λεσβιακή Αγία Παρασκευή. Είναι ξεχωριστή λαϊκή τέχνη, με οιστρήλατη έμπνευση, ευαισθησία κι εκτέλεση από χρωματιστές χάντρες και ψηφιά.
Ακλουθούν οι συντροφιές με τα παλικάρια, που ομαδικά πάνε καβαλάρηδες στον άγιο, όπου τους υποδέχεται καβαλαρία κι ο παπάς και ραντίζει με την αγιαστούρα του τ' άλογά τους. Κάθε συντροφιά έχει τα σύνεργα, τα κολάγια, τη μουσική της. Βολεύονται κάτω από τα πεύκα, γίνεται ο μεγάλος εσπερινός, ακολουθεί πλειοδοτική δημοπρασία, πλειστηριασμός για το «ποιος θα πάρει το αίμα από το ζωντανό», και γίνεται η θυσία. Ο θύτης μπήζει το μαχαίρι, κι οι πανηγυριστές, προσκυνητές τώρα, περνάνε, βουτάνε το δάχτυλο τους στο καυτό αίμα του ταύρου και μ' αυτό σημαδεύουνε, χαράζουνε σταυρό στο κούτελό τους.
Ολη τη νύχτα περνάνε με φαγοπότι και γλέντι, με τραγούδια παθιάρικα και χορούς, κι οι γυναίκες κάνουν αγρύπνια στο «Γέρο» και λένε τραγούδια σαν κι αυτά:
«Γλέντα τα νιάτα γλέντα τα
με την καρδιά σου γλέντα,
μεσάνυχτα και χαραυγή
με την ψυχή σου γλέντα.
Τα όμορφά σου νιάτα
γλέντησέ τα στα γεμάτα.
Και χαίρισι τη γλώσσα σου
την αηδονολαλούσαν,
που την ιπήραν τα πουλιά
σκουπό τσι τη λαλούσαν.
Απ' ούλα τ' άστρα τ' ουρανού
ένα νι που σι μοιάζει,
αυτό που βγαιν μισάνυχτα
τσ' ούλα τα σκουτεινιάζει.
Ζουντανό μι παγ' στουν Αδ'
του ματιού σου του μαυράδ'.
Εχου την αγάπη σου
ίδρου στου πρόσουπό μου,
τσ' ακόνισμα στου σπίτι μας
τσι κάνου του σταυρό μου.
Ελα γλυκιά μικρούλα μου,
να γιάνεις την καρδούλα μου.
Αν θέλεις λίρες και φλουριά,
έλα μαζί μου μια βραδιά,
να σου γεμίσω την ποδιά,
όλο βενέτικα φλουριά.
Στα παχουλά χιράκια σου,
βροντούν τα βραχιολάκια σου».
Ο ταύρος κομματιάζεται και βράζεται στα κακαβιά, με πλιγούρι για το «κισκέτσι». Το πρωί με την καμπάνα, σταματάνε τα φαγοπότια και τα γλέντια», παρακολουθούν όλοι τη λειτουργία, μοιράζεται από τα κακάβια «χάρισμα από τον άγιο το φαγητό», γλεντοκοπάνε για λίγο, κι αρχίζει το τρανό γύρισμα, όλων των γιορταστών στο χωριό Αγία Παρασκευή.
Στην Καυκάρα, στο μεγάλο ξέφωτο του χωριού, γίνονται οι αλογοδρομίες, ιππικοί αγώνες, όπως στην αρχαιότητα, με ασέλωτα τα ζωντανά, με γυμνούς μεθυσμένους καβαλάρηδες, κι άλογα που αφηνιάζουν από το λιοπύρι και την έκσταση. Στους νικητές το «Σωματείο "οι Ζευγάδες"», δίνει σέλες, καπλοδέτες, καπίστρια και μαντίλια.
Το πάθος κορυφώνεται με τα «Χαρλαμέλια», τους νέους, τα παλικάρια, τους παθιασμένους πανηγυριστές. Οι «αχτύπητοι», με τις μουσικές τους κι όρθιοι πάνω στ' άλογά τους, περνάνε από τα σπίτια με τις αγαπημένες τους, για να τους κεράσουνε μ' ένα δίσκο «γεμάτο αγάπη και προσμονή». Χορεύουνε παθιασμένα κι αράζουνε στη χωριάτικη πλατεία, όπου ξεφανερώνουνε τ' αρραβωνιασμά τους μ' αυτή που αγαπούν, για να συνεχιστεί το παθιασμένο γλέντι, ποιος ξέρει πόσες μέρες ακόμα, στην Αγία Παρασκευή και σ' όλο το λεσβιακό χωριό.
«Μα τον Αγιο Χαράλαμπο
και τη μέρα τούτη,
κάλιο 'χω την παρέα μου
παρά φλουριά και πλούτη».
Είναι ευχή που ξεστομίζεται απ' όλους τους γιορταστές σ' αυτό το ξεχωριστό, καθάριο, κι ανόθευτο πανηγύρι.
ΠΗΓΗ:εφημ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 20-8-2008
http://spoudasterion.pblogs.gr/
Εδώ τα έθιμα και τα «δρώμενα» είναι ξεκάθαρα. Το «ιερείο» ή τα «ιερεία», το ταυρί ή τα ταυριά, τα θύματα που σφαγιάζονται από τους θύτες για να θυσιαστούνε στον Αϊ - Χαραλάμπη, το «Γέρο», είναι «ο υψωθείς εν τω σταυρώ εκουσίως» λαός. Και καθώς οδηγούνε το ιερό ταυρί στο θυσιαστήρι, οι χωριανοί κλαίνε «περίλυποι έως θανάτου» και το στολίζουνε με λουλούδια, λουλουδοστέφανα και χρυσοκεντημένα μαντίλια, όπως τον Επιτάφιο.
Το ξεχωριστό, σε πάθος και οίστρο, αυτό πανηγύρι, έχει το «Συναξάρι» του: Στη Γέρνα, σ' ένα πολύ παλιό - δεν υπάρχει πια - χωριουδάκι, στη Λέσβο, χτισμένο στο κατάγιαλο, στον κόλπο Καλλονή, ζούσανε μια φούχτα άνθρωποι, που μέσα στα ρουθούνια τους είχανε την αρμυρή μυρουδιά από τη θάλασσα και τα γιαλόκρινα. Κάμποσες φορές τους καταπλάκωσαν οι κουρσάροι Σαρακηνοί, οι «μπουκανιέρηδες» κι οι «φλιμπουστιέρηδες» με τα πλεούμενα και τις γιαταγάνες τους και τους ξεκληρίζανε μεσ' απ' τον όμορφο κάμπο.
Το εξώφυλλο του λαογραφικού βιβλίου του Βασίλη Πλάτανου για το πανηγύρι του ταύρου, με εικονογράφηση του Ράλλη Κοψίδη (έκδοση του 1962)
Οι ληστεμένοι πήρανε τα νοικοκυριά τους, τα παιδιά, τις γυναίκες, τα κονίσματα και τα βαγγέλια τους και τράβηξαν αλάργα από το γιαλό, σε κρυφά κατατόπια, να στεργιώσουνε και ν' αρχίσουνε το καινούριο βιο τους. Ακολουθήσανε μια ρεματιά που τους έβγαλε σε σπηλιά, όπου ασκήτευε κάποιος καλόγερος, κι είχε κόνισμα την Αγιά Παρασκευή. Γύρω σε τούτη τη σπηλιά οι «ξοχάρηδες» από τη Γέρνα φτιάξανε τις καλύβες τους, κι έτσι θεμελιώσανε το χωριό τους το σημερινό, που, από το κόνισμα το καλογερίστικο, το βγάλαν Αγιά Παρασκευή. Η σπηλιά αυτή είναι σήμερα ξωκλήσι στο κοιμητήρι.Ενας Αγιαπαρασκευιώτης, που τονε λέγανε Μαλομύτη, ζευγάς, έχασε το ταυρί του και γύριζε μερόνυχτα στο Τσαμλήκι - Πευκοδάσος να το βρει. Μια μέρα βρέθηκε σ' ένα βουναλάκι, όπου υπήρχε νεροπηγή. Γονάτισε να βρέξει το λαρύγγι του, που είχε ξεραθεί από το λιοπύρι. Στην κορφή ήτανε τ' αλειτούργητο ξωκλήσι τ' Αϊ - Χαραλάμπη, που από πίσω του κρυβόταν ο Μπαλτζικιώτης, ο Τούρκος ληστής, κι έκλεβε τα ζωντανά από τους χωριανούς. Σημάδευε τον Μαλομύτη με το ντουφέκι του να τόνε σκοτώσει, αλλά ένα σύγνεφο έμπαινε μπροστά του κι έχανε το στόχο. Ο Τούρκος, αν κι άπιστος, κατάλαβε πως ήτανε «θαύμα» του αγίου. Φώναξε τον Μαλομύτη, του το διηγήθηκε, κι όταν έμαθε για ποιο σκοπό γύρναγε σε τούτο δω τον τόπο, του 'δωσε το ταυρί. Ο Μαλομύτης έταξε να προσφέρει το ταυρί του «κουλμπάνι», δηλαδή «ιερείο» στον Αϊ - Χαραλάμπη. Πήγε στο χωριό, μίλησε για το «θαύμα», μάζεψε συγγενολόγια και γνωστούς του, λειτούργησε το ξωκλήσι και πρόσφερε θυσία το ταυρί του.
Το βουναλάκι από τότε ονομάστηκε «Ταύρος», και καθιερώθηκε έθιμο - δρώμενο, κάθε χρόνο, μετά το Πάσχα να κάνουνε πανηγύρι και να θυσιάζουνε «κουλμπάνι», «ιερείο» στον Αϊ - Χαραλάμπη, στο «Γέρο».
Το πανηγύρι, το γλέντι, το ξεφάντωμα, η ταλαιπωρία μέσα στα λιοπύρια, το τραγούδι, ο χορός, οι καημοί, οι οίστροι, είναι στη φλέβα του λεσβιακού λαού. Η τρανή καρδιά του είναι τεντωμένη χορδή στ' όργανο που παίζει περιπλανώμενος παιχνιδιάτορας, καθώς μερόνυχτα τραγουδά με τον ουρανό, τη θάλασσα, τα λουλούδια και τις αγάπες του. Το πανηγύρι για τον «Ταύρο», που είναι το μεγαλύτερο στη Λέσβο, το 'χει αναλάβει το «Μεγάλο Σωματείο "οι Ζευγάδες"», στην Αγία Παρασκευή και κάθε χρόνο το κάνει καλύτερο κι ομορφότερο.
Από την Παρασκευή, ο πρωτοζευγάς μ' όλο το Σωματείο παίρνουνε το «ιερείο», το ταυρί που θ' «αγιάσει», και το γυρνούνε στο χωριό, να το στολίσουνε, να το ραντίσουνε με ροδόσταμα, να το κλάψουνε. Παίρνουν ακόμα το κόνισμα με τον Αϊ - Χαραλάμπη, που το φυλάγει στο σπίτι του ο πρωτοζευγάς, το λάβαρο, τα κακάβια - λέβητες κι όλα τα χρειαζούμενα και πάνε στο Πευκοδάσος, στο ξωκλήσι. Ακλουθάνε ντόπια όργανα, βιολιά, σαντούρια, κλαρίνα, τούμπανα, που παίζουνε τον «αλογίσιο», ένα παθιάρικο, λυπητερό, αλλά και λεβέντικο σκοπό για τ' άλογα, καθώς όλοι οι θύτες είναι καβαλάρηδες σε καταστόλιστα άτια - άλογα. Αφάνταστο το στόλισμα που γίνεται στ' άλογα, στη λεσβιακή Αγία Παρασκευή. Είναι ξεχωριστή λαϊκή τέχνη, με οιστρήλατη έμπνευση, ευαισθησία κι εκτέλεση από χρωματιστές χάντρες και ψηφιά.
Ακλουθούν οι συντροφιές με τα παλικάρια, που ομαδικά πάνε καβαλάρηδες στον άγιο, όπου τους υποδέχεται καβαλαρία κι ο παπάς και ραντίζει με την αγιαστούρα του τ' άλογά τους. Κάθε συντροφιά έχει τα σύνεργα, τα κολάγια, τη μουσική της. Βολεύονται κάτω από τα πεύκα, γίνεται ο μεγάλος εσπερινός, ακολουθεί πλειοδοτική δημοπρασία, πλειστηριασμός για το «ποιος θα πάρει το αίμα από το ζωντανό», και γίνεται η θυσία. Ο θύτης μπήζει το μαχαίρι, κι οι πανηγυριστές, προσκυνητές τώρα, περνάνε, βουτάνε το δάχτυλο τους στο καυτό αίμα του ταύρου και μ' αυτό σημαδεύουνε, χαράζουνε σταυρό στο κούτελό τους.
Ολη τη νύχτα περνάνε με φαγοπότι και γλέντι, με τραγούδια παθιάρικα και χορούς, κι οι γυναίκες κάνουν αγρύπνια στο «Γέρο» και λένε τραγούδια σαν κι αυτά:
«Γλέντα τα νιάτα γλέντα τα
με την καρδιά σου γλέντα,
μεσάνυχτα και χαραυγή
με την ψυχή σου γλέντα.
Τα όμορφά σου νιάτα
γλέντησέ τα στα γεμάτα.
Και χαίρισι τη γλώσσα σου
την αηδονολαλούσαν,
που την ιπήραν τα πουλιά
σκουπό τσι τη λαλούσαν.
Απ' ούλα τ' άστρα τ' ουρανού
ένα νι που σι μοιάζει,
αυτό που βγαιν μισάνυχτα
τσ' ούλα τα σκουτεινιάζει.
Ζουντανό μι παγ' στουν Αδ'
του ματιού σου του μαυράδ'.
Εχου την αγάπη σου
ίδρου στου πρόσουπό μου,
τσ' ακόνισμα στου σπίτι μας
τσι κάνου του σταυρό μου.
Ελα γλυκιά μικρούλα μου,
να γιάνεις την καρδούλα μου.
Αν θέλεις λίρες και φλουριά,
έλα μαζί μου μια βραδιά,
να σου γεμίσω την ποδιά,
όλο βενέτικα φλουριά.
Στα παχουλά χιράκια σου,
βροντούν τα βραχιολάκια σου».
Ο ταύρος κομματιάζεται και βράζεται στα κακαβιά, με πλιγούρι για το «κισκέτσι». Το πρωί με την καμπάνα, σταματάνε τα φαγοπότια και τα γλέντια», παρακολουθούν όλοι τη λειτουργία, μοιράζεται από τα κακάβια «χάρισμα από τον άγιο το φαγητό», γλεντοκοπάνε για λίγο, κι αρχίζει το τρανό γύρισμα, όλων των γιορταστών στο χωριό Αγία Παρασκευή.
Στην Καυκάρα, στο μεγάλο ξέφωτο του χωριού, γίνονται οι αλογοδρομίες, ιππικοί αγώνες, όπως στην αρχαιότητα, με ασέλωτα τα ζωντανά, με γυμνούς μεθυσμένους καβαλάρηδες, κι άλογα που αφηνιάζουν από το λιοπύρι και την έκσταση. Στους νικητές το «Σωματείο "οι Ζευγάδες"», δίνει σέλες, καπλοδέτες, καπίστρια και μαντίλια.
Το πάθος κορυφώνεται με τα «Χαρλαμέλια», τους νέους, τα παλικάρια, τους παθιασμένους πανηγυριστές. Οι «αχτύπητοι», με τις μουσικές τους κι όρθιοι πάνω στ' άλογά τους, περνάνε από τα σπίτια με τις αγαπημένες τους, για να τους κεράσουνε μ' ένα δίσκο «γεμάτο αγάπη και προσμονή». Χορεύουνε παθιασμένα κι αράζουνε στη χωριάτικη πλατεία, όπου ξεφανερώνουνε τ' αρραβωνιασμά τους μ' αυτή που αγαπούν, για να συνεχιστεί το παθιασμένο γλέντι, ποιος ξέρει πόσες μέρες ακόμα, στην Αγία Παρασκευή και σ' όλο το λεσβιακό χωριό.
«Μα τον Αγιο Χαράλαμπο
και τη μέρα τούτη,
κάλιο 'χω την παρέα μου
παρά φλουριά και πλούτη».
Είναι ευχή που ξεστομίζεται απ' όλους τους γιορταστές σ' αυτό το ξεχωριστό, καθάριο, κι ανόθευτο πανηγύρι.
ΠΗΓΗ:εφημ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 20-8-2008
http://spoudasterion.pblogs.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου