Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Φ. Κόντογλου- το πάρσιμο της Πόλης.



Ἡ πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης

Σὰν σήμερα πάρθηκε ἡ Πόλη ἀπ᾿ τὸν σουλτὰν Μεμέτη στὸ 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ὁ ἥλιος.
Μιὰ τέτοια ἱστορία δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γράψῃ ἄξια κανένας· δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ἂς ἤτανε κι ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος, ποὺ τραγούδησε μὲ λόγια σὰν κοτρώνια τὸν φημισμένον ἐκεῖνο πόλεμο τῆς Τρωάδας.
Κείνη τὴ μέρα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ λογαριαστῇ μηδὲ στὶς μέρες τῶν χρονῶν, μηδὲ στὶς μέρες τῶν μηνῶν, παρὰ νὰ τὴ σκεπάσῃ σκοτάδι, ὅπως λέγει ὁ Ἰὼβ γιὰ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε, ὁ φόβος ποὔπιασε τοὺς ἀνθρώπους ἤτανε τέτοιος, ποὺ τρεῖς καὶ τέσσερες γενιὲς δὲ φτάξανε γιὰ νὰ συνεφέρουνε. Ἀκόμα καὶ σήμερα, σὰ διαβάζει κανένας ὅσα γράψανε οἱ ἱστορικοὶ ἐκεινοῦ τοῦ καιροῦ, εἶνε στιγμὲς ποὺ τρέμει στ᾿ ἀλήθεια, σὰ νὰ βρίσκεται ὁ ἴδιος μέσα στὴν Πόλη, κι᾿ ὥρα μὲ τὴν ὥρα περιμένει νὰ δῇ τοὺς Τούρκους νὰ σφάξουνε τὸν κόσμο μπροστὰ στὰ μάτια του.
Ἀναλόγως τὰ μεγαλεῖα, ποὺ εἶδε αὐτὴ ἡ φημισμένη Κωνσταντινούπολη, ἀναλόγως τὰ χίλια χρόνια πὤξησε, ἀναλόγως στάθηκε καὶ τὸ ψυχομαχητό της. Ὅλος ὁ κόσμος ταράχτηκε· στὰ πειὸ ξέμακρα μέρη τῆς χριστιανωσύνης ἀκούστηκε ὁ βρόντος πὤκανε τὸ κορμί της σὰν ἔπεσε ἄψυχο ἀνάμεσα ἀνατολὴ καὶ δύση. Δὲ μιλῶ σὰ ρωμιός· μιλῶ σὰν ἄνθρωπος γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρὲς συμφορὲς ποὺ πέρασε ἡ ἀνθρωπότητα. Θεριὸ πρέπει νἆνε κανένας γιὰ νὰ μὴ δακρύσῃ τὸ μάτι του.
Καὶ ποιὸς δὲν τὴν ἔκλαψε! Ἕλληνες, Βενετσάνοι, Γενοβέζοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ροῦσσοι, Πολωνοί, Ἀρμεναῖοι, ἀκόμα κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι, ὅλοι τὴν κλάψανε, γιατὶ στὰ καλὰ χρόνια της ὅλοι τὴν καμαρώνανε. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε γιομάτος παραξενιές. Χαίρεται καὶ καυχιέται γιὰ τὰ σπουδαῖα πράγματα, ποὺ μπόρεσε νὰ φτιάσῃ, μὲ τόσους κόπους, μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του, μὰ πάλι ὁ ἴδιος, σὰν νὰ τὸν σπρώχνῃ ὁ διάολος μὲ τὰ δικά του τὰ χέρια πάει καὶ τὰ χαλᾶ, ρίχνει χάμω τὸ εἴδωλο ποὺ λάτρεψε, τὸ τσακίζει καὶ τὸ ποδοπατᾶ. Σάμπως καὶ σήμερα, ποὺ λέγει πὼς τάχα μέρεψε, δὲ δουλεύει σὰ μερμήγκι νὰ φτιάξῃ ὄμορφα πράγματα, τέχνες, χτίρια, βιβλία, γιὰ νὰ τὸν πιάσῃ ἄξαφνα μιὰ μέρα ἡ τρέλλα νὰ τοὺς δώσῃ μιὰ κλωτσιὰ καὶ νὰ πιάσῃ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή! Ἔχω ἀκουστά, πῶς σ᾿ ἕνα νησὶ τῆς ἰνδίας, ἐκεῖ δὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε εἰρηνικὰ καὶ κουβεντιάζουνε γνωστικά, στὰ καλὰ καθούμενα τοὺς πιάνει ἄξαφνα μιὰ μανία καὶ τρέχουνε σὰ λυσσασμένοι στοὺς δρόμους, σκοτώνοντας ὅποιον λάχῃ μπροστά τους. Ἕνα τέτοιο πράγμα πιάνει κάθε τόσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, γίνεται θηρίο ἀνήμερο καὶ δαγκώνει τὰ κρέατά της.
Σὰν ἕνα μπουρίνι, ποὺ μὲ μιᾶς μελανιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ γίνεται ἡ μέρα σὰ νύχτα κι᾿ ἀκούγονται ἀπὸ μακρυὰ βροντὲς κι᾿ ἀστροπελέκια, καὶ σὲ λίγο ξεσπᾷ ὁ δρόλαπας, κι᾿ ὁ φόβος σφίγγει κάθε καρδιά, ἀπὸ τοῦ πουλιοῦ ποὺ κελαϊδοῦσε πρὶν ἀπὸ λίγο, ἴσαμε τοῦ λιονταριοῦ, ποὖνε καμωμένη ἀπ᾿ ἀτσάλι, ἔτσι ξέσπασε ἀπάνω στὴ γερασμένη τὴν Πόλη ὁ σίφουνας καὶ τὴν ἔκανε στάχτη. Μέσα σὲ 55 μέρες χάθηκε ὅ,τι γίνηκε σὲ χίλια χρόνια.
Αὐτὸς ὁ θανατερὸς ἄνεμος ἐπίασε νὰ φυσᾷ ἀπὸ τὶς ἐρημιὲς τῆς Ἀσίας, ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ δὲ φυτρώνει χορτάρι, σπρώχνοντας κατὰ δῶθε ἕνα κοπάδι ἀνθρώπους δίχως σπίτια, δίχως χωράφια, ἀγρίμια ἄκαρδα, ποὺ τἆχε κάψει ἡ ἄπονη φύση μὲ τὸ κρύο, μὲ τὴν πείνα καὶ μὲ τὸν πόλεμο. Σὰν τοὺς λύκους, ποὺ λυσσᾶνε σὰν πέση, πολὺ χιόνι στὰ βουνὰ καὶ τρῶνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔτσι πλανιόντανε αὐτὰ τὰ πλάσματα, ὥς που φτάξανε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, ποὺ ζούσανε ἀρχαῖες φυλές, ἀνθρῶποι ποὔχανε σπίτια θεμελιωμένα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, ποὔχανε καὶ καράβια καὶ κουβαλούσανε ἀπὸ μακρυὰ κάθε τί, ποὖνε γιὰ τὴν καλοπέραση τ᾿ ἀνθρώπου. Τὸ πειὸ μεγάλο κάστρο, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἤτανε χτισμένο ἀπάνω στὴν ἀκρογιαλιά, ἀνάμεσά σε δυὸ στεριές, γιομάτο σπίτια, μαγαζιά, ἐκκλησιές, παλάτια, συντριβάνια, ὅλα ἀπὸ πέτρα καὶ μάρμαρο. Οἱ ἀνθρῶποι ἤτανε ντυμένοι μὲ ροῦχα ἀκριβά, γράφανε καὶ διαβάζανε ἀπάνω στὸ χαρτί, ξέρανε πράγματα λογῆς-λογῆς, τέχνες καὶ ζαναάτια (ἐπαγγέλματα) πολλά. Εἴχανε πλῆθος ἀγάλματα στεριωμένα ἀπάνω σε κολῶνες ἀπὸ χρωματιστὰ μάρμαρα, εἰκόνες ζωγραφισμένες ἀπάνω σε σανίδια μὲ μπογιὲς καὶ μὲ χρυσάφι, καμπάνες κρεμασμένες στὰ καμπαναριά, πράγματα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἀπορούσανε μὲ τί τρόπο τὰ φτιάνανε. Ἄλογα τρέχανε χλιμιντρίζοντας μέσα στὰ μεϊντάνια, κ᾿ οἱ ἄνθρωποι περπατούσανε ἀπάνω σε δρόμους ποὺ ἤτανε στρωμένοι μὲ πελεκητὲς πέτρες. Τί κάστρο ἤτανε τοῦτο, γιομάτο ἀπὸ θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ μηδὲ ὁ Προφήτης δὲν τἆχε στὸν Παράδεισο!
Δίχως νὰ χάσουνε καιρὸ τὸ ζώσανε, ὁ σουλτὰν Μεμέτης σὰ φίδι τὸ περιτύλιξε. Τοῦτοι ποὔχανε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀσία ἤτανε σὰ λιονταρόπουλα ἀδάμαστα· εἴχανε κότσα γερά, τὸ αἷμα τους ἔβραζε σὰ μοῦστος. Μὰ οἱ ἄλλοι ποὺ ἤτανε σφαλισμένοι μέσα στὸ σαραβαλιασμένο κάστρο, ἤτανε ράτσες γερασμένες, κουρασμένες ἀπ᾿ τὰ πάθια, ἀπ᾿ τὰ βιβλία κι᾿ ἀπὸ τὴν προσευχή, περήφανοι γιὰ τὸ σόϊ τους, θλιμμένοι γιὰ τὸ κατάντημά τους. Ὁ σουλτάνος ἔδερνε μὲ τὸ καμουτσὶ τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς μαχαίρωνε, τσάκιζε τὸ κεφάλι τους μὲ τὸ χρυσὸ τοπούζι ποὺ βαστοῦσε στὸ χέρι του. Μὰ ὁ βασιλέας, ποὺ ἤτανε σφαλισμένος μέσα στὸ κάστρο, μιλοῦσε στοὺς δικούς του σὰ Χριστὸς μὲ τ᾿ ἀγκάθινο στεφάνι ὁποὺ τὦχε γιὰ κορῶνα βασιλική. Δὲ διάταξε τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς παρακαλοῦσε μὲ τὴ θλιμμένη, φωνή του, μὲ τὰ μάτια του, ποὺ ἤτανε μελανιασμένα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια.
Οἱ Τοῦρκοι ἤτανε ὡς τετρακόσιες χιλιάδες· ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ἑκατὸ ἤτανε καβαλλαραῖοι. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ σηκώνανε ἅρματα, μαζευόντανε ὅλοι ὅλοι ἑφτὰ χιλιάδες, Ἕλληνες, Βενετσάνοι καὶ Γενοβέζοι.
Ἡ πολιορκία ἄρχισε στὶς 5 Ἀπριλίου. Ὁ σουλτάνος ἔστησε τὴν τέντα του κοντὰ στὴν Καστρόπορτα Καλιγαρία καὶ κούρντισε ἀπάνω της τὸ μεγάλο κανόνι τοῦ Οὐρμπάν. Ὑστερώτερα ὅμως τὸ κουβάλησε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ. Γιὰ νὰ τὸ γιομίσουνε χρειαζόντανε δυὸ ὧρες σωστές, καὶ γιὰ τοῦτο βαροῦσε μονάχα ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα. Σαράντα ζευγάρια βόδια τὸ τραβούσανε, γιὰ νὰ τὸ φέρουνε ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη, καὶ γιὰ νὰ περάσουνε δυὸ μερῶν δρόμο κάνανε δυὸ μῆνες. Τετρακόσοι γενιτσάροι τὸ βαστούσανε γιὰ νὰ μὴ γύρῃ, διακόσοι ἀπὸ κάθε μεριά. Ὁ σουλτάνος κράτησε γύρω στὴν τέντα του δεκαπέντε χιλιάδες γενιτσάρους. Τὸ βουνὸ ποὖνε ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ Γαλατᾶ, τὤπιασε ὁ Ζαγανὸ πασᾶς. Ναύαρχος ἤτανε ὁ Μπαλτάογλους, κ᾿ εἶχε στὸν ὁρισμό του καμμιὰ τετρακοσαριὰ καράβια, τὰ πειὸ πολλὰ μαοῦνες καὶ μικρὰ μπριγκαντίνια.
Τὰ καράβια πάλι, ποὔχανε οἱ Χριστιανοί, ἤτανε τρία γενοβέζικα, ἕνα γαλλικό, ἕνα σπανιόλικο, τρία κρητικὰ καὶ τρεῖς μεγάλες Βενετσάνικες γαλέρες.
Ἴσαμε τὶς 18 οἱ Τοῦρκοι βαρούσανε μὲ τὸ κανόνι καὶ κάνανε ψευτοπόλεμο. Οἱ γενιτσάροι χυμίζανε σὰν ζῶα χωρὶς νὰ λογαριάζουνε τὴ ζωή τους, κι᾿ ἅμα σκοτωνότανε κανένας, πηγαίνανε οἱ ἄλλοι καὶ τὸν παίρνανε στὸν ὦμο τους. Κι᾿ ἂν σκοτωνόντανε ἢ λαβωνόντανε καὶ τοῦτοι, τρέχανε πάλι ἄλλοι Τοῦρκοι καὶ τοὺς παίρνανε. Μποροῦσε νὰ σκοτωθοῦνε δέκα, παρὰ ν᾿ ἀφήσουνε ἕναν σκοτωμένον.
Ἐξὸν ἀπ᾿ τὸ μεγάλο κανόνι, οἱ Τοῦρκοι εἴχανε κι᾿ ἀλλὰ πολλὰ μικρότερα, καὶ πλῆθος μηχανές, βαλίστρες λεγόμενες, ποὺ σφεντονίξανε βροχὴ ἀπὸ πέτρες κι᾿ ἀπὸ σαΐτες.
Στὶς 18 ἕνα κοπάδι Τοῦρκοι χύθηκε καταπάνω στὸ κάστρο μὲ τόση βουὴ καὶ τέτοιο οὔρλιασμα, π᾿ ἀκουγότανε ἴσαμε τὴν ἀνατολή, δώδεκα μίλια μακρυὰ ἀπ᾿ τὸ στρατόπεδο. Μὰ δὲ μπορέσανε νὰ κάνουνε τίποτα. Σκοτωθήκανε μονάχα διακόσιοι Τοῦρκοι. Κάνανε καὶ μιὰ μεγάλη τέντα ἀπὸ τομάρια ἄσπρα καὶ κόκκινα, καὶ φυλαγμένοι ἀπὸ τούτη τὴ σκεπή, σιμώσανε στὸ κάστρο κι᾿ ἀνοίξανε λαγούμια μέσα στὴ γῆ καὶ φτάξανε ἀπὸ κάτω ἀπ᾿ τὰ σπίτια. Μὰ οἱ Γραικοὶ ἀνοίξανε ἄλλες τρύπες καὶ διώξανε αὐτοὺς τοὺς τυφλοπόντικους. Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες οἱ Τοῦρκοι σκαρώσανε πάλι μιὰ μεγάλη καὶ φοβερὴ μηχανή, ποὺ τὴν εἴπανε οἱ παλιοὶ Ἑλέπολι. Ἀπ᾿ ὄξω κι᾿ ἀπὸ μέσα τὴν εἴχανε καπλαντισμένη μὲ τρία ἀπανωτὰ βοδοτόμαρα, κι᾿ ἁπάν᾿ ἀπάνω εἶχε πύργους κλεισμένους πάλι μὲ τομάρια γιὰ νὰ φυλάγωνται οἱ πολεμιστές, κ᾿ ἕνα σωρὸ ρόδες γιὰ νὰ τὴν κυλᾶνε. Σὰν τὴν εἴδανε, ἄξαφνα τὸ πρωὶ οἱ Ἕλληνες, εἰδοποιήσανε τὸ βασιλιὰ καὶ πῆγε μὲ τὴν ἀκολουθία του νὰ δοῦνε αὐτὴ τὴν παράξενη μηχανή. Κι᾿ ἅμα τὴν εἴδανε, ἀπομείνανε σὰν πεθαμένοι. Οἱ Τοῦρκοι τὴ γεμίσανε μὲ ξύλα καὶ μὲ χώματα κι᾿ ἀφοῦ τὴν κολλήσανε κοντὰ στὸ κάστρο, πασχίσανε νὰ βουλώσουνε τὸ χαντάκι, ποὺ βρισκότανε ὁλοτρόγυρα στὸ φρούριο καὶ νὰ κατεβάσουνε ἁπάν· ἀπὸ τοὺς πύργους κάτι γιοφύρια ποὔχανε ἕτοιμα καὶ νὰ τὰ ρίξουνε ἀπάνω στὸ φρύδι τοῦ κάστρου. Μὰ οἱ Χριστιανοὶ πολεμήσανε μὲ παλληκαριὰ καὶ γκρεμνίξανε τοὺς Τούρκους μέσα στὸ χαντάκι. Τὶς τρύπες, ὁποὺ ἀνοίγανε οἱ μπάλλες πὤριχνε τὸ μεγάλο κανόνι, κάτι κοτρῶνες φοβερὲς ἀπὸ μάρμαρο τῆς Μαύρης Θάλασσας στρογγυλεμένες μὲ τὸ καλέμι, τὶς βουλώνανε γρήγορα μὲ ξύλα καὶ μὲ βαρέλια γιομάτα χῶμα. Σὲ τούτη τὴ δουλειὰ δουλεύανε γυναῖκες, παιδιά, παπάδες καὶ δεσποτάδες ἀκόμα. Καταφέρανε μάλιστα νὰ κάψουνε καὶ τὴ μεγάλη μηχανὴ κι᾿ ἄλλες πειὸ μικρές. Ὁ σουλτὰν Μεμέτης, σὰν τὴν εἶδε νὰ καίγεται, ὠρκίσθηκε πὼς κ᾿ οἱ τριανταεφτὰ χιλιάδες προφῆτες νὰ τοῦ τὸ λέγανε, πάλι ποτὲ δὲν θὰ τὸ πίστευε.
Οἱ δυστυχισμένοι οἱ Χριστιανοὶ πήρανε λιγάκι ἀπάνω τους, ποὖχε κόψει τὸ αἷμα τους. Μέρα νύχτα ἀκούγανε κεῖνο τ᾿ ἄγριο τ᾿ ἀνθρωπομάζωμα νὰ οὐρλιάζῃ κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ τειχιά. Καὶ τοῦτα δὰ ἤτανε τόσο σαραβαλιασμένα, ποὺ πολλὲς φορὲς γκρεμνιζόντανε μονάχα ἀπὸ τὸ βρόντο τοῦ κανονιοῦ. Νύχτες ὁλάκερες δὲ σφαλίξανε μάτι. Ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ὡς τοὺς γέρους ὅλοι δουλεύανε, κουβαλούσανε χώματα καὶ πέτρες. Κ᾿ οἱ καλογέροι εἴχανε ζωσθῆ τ᾿ ἅρματα καὶ βαστούσανε ἕνα κομμάτι τοῦ κάστρου. Στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ ἔστεκε ὁ βασιληᾶς, ἔχοντας κοντά του τὸ γενοβέζο Γιουστινιάνη, τὸν ἀρχιστράτηγο, καὶ τὸν δὸν Φραγκίσκο ἀπ᾿ τὸ Τολέδο, μαζὶ μὲ πεντακόσους διαλεχτοὺς γενοβέζους. Τὴν πόρτα, τὴ λεγόμενη Μυρίανδρο, τὴ βαστούσανε δυὸ ἀδέρφια ἀντρειωμένα, ὁ Παῦλος κι᾿ ὁ Ἀντώνης Μπογιάρδοι. Τὴν πόρτα τῆς Καλιγαρίας τὴ διαφεντεύανε ὁ Θόδωρος ἀπὸ τὴν Κάρυστο κι ὁ Γιάννης Γερμανός, ὁ ἕνας πρῶτος στὸ δοξάρι κι᾿ ὁ ἄλλος στ᾿ ἀρκεμπούζι. Στὴν Ξυλοπόρτα καὶ στὸν Πύργο τοῦ Ἀνεμᾶ στεκότανε ὁ γενοβέζος καπιτάνιος Ἀεονάρδος Ἀαγκάσκος. Στὴν κόρδα τοῦ κάστρου, ποὺ κύτταζε κατὰ τὸ λιμάνι, ἤτανε ὁ ναύαρχος Νοταρᾶς. Ὁ καπιτὰν Γαβριὴλ Τρεβιζάνος εἶχε ἀραδιασμένα τὰ καράβια του ἀπὸ τὴν κόχη τοῦ κάστρου ἴσαμε τὸ φάρο κι᾿ ὁ Ἀνδρέας Ντῖνος φύλαγε μὲ τὰ δικά του τὸ μπάσιμο τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ σπανιόλος Πέτρος Τζουλιάνος βαστοῦσε τὸ μέρος ποὖνε ἀπ᾿ τὸ παλάτι τοῦ Βουκολέοντα ὡς τὸ Κοντοσκάλι. Ἤτανε κι᾿ ἄλλοι πολεμάρχοι σ᾿ ἄλλες μεριές.
Θέλω νὰ συντομέψω τὰ καθέκαστα, μὰ δὲν ξέρω τί νὰ πῶ καὶ τί ν᾿ ἀφήσω. Κατὰ τὴ στεριὰ νὰ κυττάξω, γιὰ κατὰ τὴ θάλασσα;
Στὶς 20 τοῦ Μαγιοῦ, τ᾿ ἀπόγευμα, φανήκανε τέσσερα χριστιανικὰ καράβια γιὰ νὰ δώσουνε βοήθεια. Ἐρχόντανε πρύμα, μὰ σὰ φτάξανε κοντὰ στὴν Πόλη, ἔπεσε μὲ μιᾶς ὁ ἀγέρας καὶ καρφωθήκανε στὸν τόπο. Ὁ σουλτάνος σὰν εἶδε πῶς τὸν βοηθοῦσε ὁ προφήτης, πρόσταξε εὐθύς τα καράβια του νὰ κινήσουνε καταπάνω τους. Τὰ τούρκικα χυμίξανε μὲ τούμπανα καὶ μ᾿ ἀλαλαγμὸ φοβερόν, κ᾿ ἔπιασε πόλεμος, ποὺ φοβηθήκανε ὡς καὶ τὰ ξύλα τ᾿ ἄψυχα. Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα χριστιανικὰ καράβια πάλευε ἄλλο μὲ πέντε, ἄλλο μὲ τριάντα κι᾿ ἄλλο μὲ σαράντα τούρκικα. Ἡ θάλασσα ἔπηξε, πὤλεγες πὼς ἤτανε νησὶ δασωμένο ἀπὸ κατάρτια. Τρεῖς ὧρες ἤτανε κολλημένα, δίχως νὰ μπορέσουνε οἱ Τοῦρκοι νὰ τὰ πατήσουνε. Ἀπάνω στὰ τέσσερα καράβια ἔπεφτε βροχὴ ἀπὸ σαγίτες, βροχὴ ἀπὸ φωτιά, ποὺ σφεντονίξανε οἱ ζαροβοτάνες. Οἱ τσάγκρες ἀμολούσανε στουπιὰ ἀναμμένα, δεμένα ἀπάνω σε σαγίτες. Βουτηχτὲς βουτούσανε ἀποκάτω ἀπ᾿ τὶς καρίνες καὶ πολεμούσανε νὰ τὰ τρυπήσουνε. Οἱ Χριστιανοὶ πάλι ἀδειάξανε ἀπάνω στοὺς Τούρκους λεβέτια μὲ κατράμι καὶ λυωμένο ξύγκι. Ὁ καπιτὰν Φλικτανέλος κ᾿ οἱ τρεῖς ἀντρειωμένοι σύντροφοί του ἀπὸ τἄλλα τρία καράβια, ὁ Κατανέος, ὁ Νοβάρας κι᾿ ὁ Βαλονάρης, πολεμούσανε σὰν λιοντάρια. Ἡ θάλασσα εἶχε γιομίσει ἀπ᾿ τὰ κοντάρια κι᾿ ἀπ᾿ τὶς σαγίτες καὶ τὰ τούρκικα δὲ μπορούσανε νὰ κουνηθοῦνε. Πολλὰ ἀπὸ δαῦτα τρακάρανε καὶ βουλιάξανε, ἀλλὰ πάλι λαμπαδίσανε καὶ γινήκανε στάχτη. Ὁ κόσμος εἶχε μαζευτῆ καὶ κύτταζε ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο. Ὁ σουλτάνος ἄφριζε, φώναξε, σὰ νἆχε χάσει τὸ λογικό του. Στὸ τέλος, σὰν εἶδε πῶς θὰ ξεφεύγανε οἱ Χριστιανοί, καβαλλίκεψε τάλογό του, τὸ σπιρούνισε καὶ χύμιξε μέσα στὴ θάλασσα, τραβώντας κατὰ τὰ καράβια, κι᾿ ἀπὸ πίσω του πέσανε στὸ νερὸ οἱ πασάδες του. Οἱ ναῦτες, ποὺ δὲν ἤτανε μακρύτερα ἀπὸ μιὰ πετριά, βλέποντας τὸν ἀφέντη τους νὰ πέφτη στὸ νερό, ὡρμήσανε μὲ περισσότερη μανία στὴ φωτιά, μὰ ἀδιαφόρετα. Σὲ μιὰ στιγμὴ φύσηξε λίγος ἀγέρας καὶ τὰ τέσσερα καράβια περάσανε ἀνάμεσα στὰ τούρκικα, μπήκανε στὸ λιμάνι καὶ τὸ κλείσανε μὲ τὴν ἁλυσίδα. Μέσα σὲ τρεῖς ὧρες σκοτωθήκανε ἀπάνω ἀπὸ δώδεκα χιλιάδες, ὅπως λέγει ὁ Φραντζῆς, πρᾶγμα ἀπίστευτο.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ σουλτάνος εἶπε νὰ φέρουνε μπροστά του τὸ Μπαλτάογλου, τὸ ναύαρχο, κι᾿ ἀφοῦ τὸν ἔβρισε, ὥρμησε νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι του μὲ τὸ σπαθί του, μὰ κεῖνος ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοὖπε: «Ἀφέντη μου, κύτταξε μὲ τὰ μάτια σου πὼς μονάχα στὸ καράβι μου ἀπάνω σκοτωθήκανε ἑκατὸ δεκαπέντε δοῦλοι τοῦ Προφήτη, κ ἐγὼ δὲ ξεκόλλησα μηδὲ στιγμὴ ἀπὸ τὴν πρύμη τ᾿ ἄπιαστου καραβιοῦ. Βουλιάξανε καὶ καήκανε τόσα καράβια καὶ τόσος κόσμος σκοτώθηκε, ποὺ φαίνεται πὼς ἤτανε θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ ξεφύγουνε οἱ γκιαούρηδες. «Ὥστε, σὲ παρακαλῶ, πάψε τὸ θυμό σου καὶ συγχώρησέ με.» Ὁ Μεμέτης δὲν τὸν σκότωσε, μὰ τὸν ἔδειρε ἀλύπητα μὲ τὸ καμουτσί του ποὖχε χρυσὸ πόμολο καὶ τὸ βαστοῦσε πάντα στὸ χέρι του.
Ποῦ νὰ ξιστορήσῃ κανένας, ἀκόμα καὶ μὲ δυὸ λόγια, τὸ πῶς πέρασε ὁ σουλτάνος τὰ καράβια τοῦ μέσα στὸ λιμάνι, κυλώντας τα ἀπάνω στὴ στεριά, ποὺ τὴν ἄλειψε μὲ ξύγκι, τὸ πῶς ὁ Γιουστινιάνης θέλησε νὰ κάψῃ τὴ νύχτα τὴν τούρκικη ἁρμάδα, μὰ οἱ Τοῦρκοι γκρεμνίσανε ἕνα κανόνι ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ βουλιάξανε τὸ πυρπολικό, ἐπειδὴς ἤτανε προδομένο τὸ σχέδιο τῶν Χριστιανῶν. Σὰν ξημέρωσε σφάξανε μπροστὰ στὰ μάτια τῶν Ἑλλήνων κάτ᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο, τὰ παλληκάρια ποὔχανε πιασμένα. Μιὰν ἄλλη μέρα οἱ Ρωμιοὶ θελήσανε νὰ κάψουνε τὸ γεφύρι, ποὔχανε ρίξει οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω στὸ λιμάνι. Προφτάξανε καὶ κάψανε μονάχα ἕνα καράβι τούρκικο, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι βουλιάξανε μὲ τὶς πέτρες τὰ ἑλληνικὰ καΐκια. Τὴν ἄλλη μέρα πάλι σφάξανε ὅσους πιάσανε ἀπὸ βραδύς. Τότε κ᾿ οἱ Ἕλληνες σκοτώσανε ἀπάνω στὸ κάστρο καμμιὰ διακοσαριὰ Τούρκους, ποὔχανε πιασμένους.
Στὶς ἑφτὰ βδομάδες, ἔστειλε ὁ σουλτάνος τὸ γαμπρό του Ἰσφεντιάρογλου στὸ βασιλιὰ Κωνσταντῖνο νὰ τοῦ πῇ νὰ πάψουνε τὸν πόλεμο καὶ νὰ τοῦ παραδώσῃ τὴν Πόλη γιὰ νὰ μὴ χυθῇ ἄλλο αἷμα καὶ γιὰ νὰ μὴ σκλαβωθοῦνε τόσος λαός. Καὶ πῶς τὸν ἄφηνε νὰ πάρῃ μαζί του ὅ,τι ἤθελε καὶ νὰ πάγῃ νὰ βασιλέψῃ στὸ Μοριᾶ, δίχως νὰ τὸν πειράξῃ κανένας. Ὁ Παλαιολόγος ὅμως δὲν τὸ παραδέχτηκε κι᾿ ἀποφάσισε νὰ σκοτωθῇ. «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ᾿ ἐμόν ἐστι, οὔτ᾿ ἄλλων τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»
Τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης
Ὁ σουλτᾶνος, σὰν γυρίσανε οἱ ἀπεσταλμένοι του καὶ τοῦ πήγανε τὴν ἀπόκριση τοῦ Παλαιολόγου, πὼς δὲν παραδίνει τὴν Πόλη, ἀποφάσισε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὴν πατήσῃ.
Στὶς 24 Μαγιοῦ πρόσταξε τοὺς τελάληδες καὶ διαλαλήσανε στὸ στρατόπεδο πὼς στὶς 29 θὰ γινότανε τὸ μεγάλο γιουρούσι (ἔφοδος) ἀπὸ στεριὰ κι᾿ ἀπὸ θάλασσα.
Στὶς 26 καὶ στὶς 27 τὴ νύχτα, οἱ Τοῦρκοι ἀνάψανε τόσες φωτιὲς καὶ τόσα φανάρια, καὶ τέτοιες ἀγριοφωνὲς καὶ βουητὸ ἔβγαιναν ἀπ᾿ τὸ στρατόπεδό τους, ποὺ οἱ χριστιανοὶ νομίσανε πὼς φτάξανε πιὰ τὰ συντέλειά τους.
Τὴ Δευτέρα, στὶς 28 Μαγιοῦ, ὁ σουλτᾶνος εἶπε καὶ διαλαλήσανε νὰ τοιμασθοῦνε οἱ στρατιῶτες γιὰ τὸν μεγάλο πόλεμο, νὰ λουστοῦνε ἑφτὰ φορὲς καὶ νὰ νηστέψουνε. Τοὺς ἔβγαλε κ᾿ ἕναν λόγο καὶ τοὺς εἶπε πῶς σὰν πάρουνε τὴν Πόλη θὰ τοὺς τὴν ἀφήσῃ τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες, καὶ πῶς θὲ νἆνε δικά τους ὅ,τι βροῦνε μέσα, χρυσάφι, ἀσήμι, φορέματα, ἄντρες, παιδιὰ καὶ γυναῖκες· καὶ πὼς ὅσοι εἶνε γιὰ νὰ σκοτωθοῦνε, καθὼς γίνεται πάντα στὸν πόλεμο, αὐτοὶ δὲ μποροῦνε νὰ ξεφύγουνε, γιατὶ εἶνε γραμμένο ἀπὸ πρὶν ἀπάνω στὸ κούτελό τους, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης· καὶ πὼς θὰ πᾶνε στὸν Παράδεισο νὰ τρῶνε καὶ νὰ πίνουνε παντοτεινὰ μαζὶ μὲ τὸν Προφήτη, καὶ νὰ κοιμοῦνται μὲ τὶς πειὸ ὄμορφες γυναῖκες. Οἱ Τοῦρκοι ἐνθουσιαστήκανε ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ βάλανε κάτι φωνές, ποὺ πολλὲς γυναῖκες ἀποβάλανε.
Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ εἴχανε στὸ στρατόπεδό τους μεγάλο σῦρε-φέρε. Οἱ ντελάληδες τριγυρίζανε μὲ τούμπανα καὶ μὲ ζουρνάδες καὶ λέγανε: «Γειά σας, παιδιὰ τοῦ Προφήτη, αὔριο θὰ πιάσουμε τόσους χριστιανούς, ποὺ θὰ πουλᾶμε δυὸ γιὰ ἕναν παρᾶ καὶ θὰ κάνουμε τὰ γένεια τους σκοινιὰ γιὰ νὰ δέσουμε τοὺς σκύλους μας. Τὶς γυναῖκες τους καὶ τὶς κόρες τους θὰ τὶς ἀτιμάσουμε!» Ὅλη κείνη τὴν ἡμέρα τὰ κανόνια δουλέψανε ἀκατάπαυτα, μὰ οἱ χριστιανοὶ καταφέρνανε καὶ βουλώνανε τὰ γκρεμισμένα τειχιὰ μὲ πέτρες καὶ μὲ χῶμα ἢ τὰ χτίζανε κιόλας. Πρὸς τὸ βράδυ οἱ Τοῦρκοι μεθύσανε καὶ κάνανε σὰν τρελλοί. Ἀνάψανε μεγάλες φωτιὲς στὴ στεριὰ κι᾿ ἀμέτρητα φανάρια στὰ καράβια, κ᾿ ἡ ἀναλαμπὴ ἔπεφτε ἴσαμε πέρα ἀπάνω στὴ στεριὰ τῆς Ἀνατολῆς. Ζουρνάδες καὶ τουμπελέκια χαλούσανε τὸν κόσμο, ντερβισάδες χορεύανε, πὤλεγες πὼς ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ βγήκανε οἱ δαιμόνοι.
Οἱ Χριστιανοὶ εἴχανε πέσει στὴν προσευχή. Μέρα νύχτα οἱ ἐκκλησιὲς ἤτανε γεμάτες κόσμο, τὸ πειὸ πολὺ γυναῖκες, κοπέλλες καὶ γρηὲς ἀλαλιασμένες, ποὺ λέγανε πῶς ἤτανε διάβολοι μεταμορφωμένοι οἱ ἄγριοι αὐτοὶ ἀνθρῶποι ποὺ διψούσανε τὸ αἷμα τους. Ὁ κόσμος πίστευε πειὰ πὼς ἔφταξε ἡ μέρα ποὺ θὰ κουρσεύανε οἱ Τοῦρκοι τὴν Πόλη, καὶ νὰ γίνουνε ὅσα προφήτεψε ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος, ποὺ τὸν βλέπανε στ᾿ ἄγαλμα καβαλλάρη κοντὰ στὴν Ἅγια-Σοφιὰ κ᾿ ἔδειχνε μὲ τὸ χέρι κατὰ τὴν Ἀνατολή, σημεῖο πῶς ἀπὸ κεῖ θἄρθῃ ὁ Τοῦρκος ποὺ θὰ πάρῃ τὴν Πόλη. Κι᾿ ἄλλη προφητεία ἔλεγε πώς, σὰν βασιλέψῃ ἕνας βασιλιᾶς, ποὺ θὰ λένε Ἑλένη τὴ μητέρα του, στὶς μέρες του θὰ σκλαβωθῇ ἡ Πόλη. Κι ἄλλη τρίτη προφητεία πὤλεγε, πὼς ἅμα δείξῃ σημεῖο τὸ φεγγάρι στὸν οὐρανό, σὲ λίγες μέρες ἡ Πόλη θὰ χαλαστῇ. Λοιπὸν καὶ τὰ τρία αὐτὰ σημάδια εἴχανε ξεδιαλυθῆ. Γιατὶ καὶ τὸ βασιλέα τὸν λέγανε Κωνσταντῖνο κ᾿ εἶχε μητέρα Ἑλένη, μὰ καὶ τὸ φεγγάρι εἶχε δείξει σημεῖο. Στὶς 22 Μαγιοῦ, τὴν πρώτη ὥρα τῆς νύχτας, τὸ φεγγάρι, ἀντὶ νἄβγῃ στρογγυλό, βγῆκε σὰν δρεπάνι καὶ στάθηκε ἔτσι ἴσαμε τρεῖς ὧρες μέσα στὸν οὐρανό, ποὺ ἤτανε καθαρὸς σὰν κρούσταλλο. Ὕστερα λίγο λίγο γιόμισε ὁ γύρος του καὶ στὶς ἕξη ὧρες τῆς νύχτας εἶχε γίνει ὁλοστρόγγυλο. Αὐτὸ τὸ σημεῖο εἰδοποίησε τὸν Παλαιολόγο, πὼς ἤγγικε τὸ τέλος τῆς βασιλείας του. Οἱ Χριστιανοί, σὰν τὤδανε, κόπηκε τὸ αἷμα τους.
Ὁ βασιλιᾶς πρόσταξε νὰ κάνουνε λιτανεία καὶ βγάλανε τὶς εἰκόνες καὶ μπροστὰ πηγαίνανε οἱ δεσποτάδες, οἱ παπάδες κ οἱ καλογέροι κι ἀπὸ πίσω ὅσος κόσμος δὲν ἤτανε στὶς πόστες, κι᾿ ὅλοι λέγανε «Κύριε ἐλέησον!»
Τὴ Δευτέρα τὸ βράδυ συναχτήκανε οἱ πολεμάρχοι, οἱ στρατιῶτες κι᾿ ὅλος ὁ λαὸς καὶ τοὺς μίλησε ὁ βασιλιὰς νὰ μὴ χάσουνε τὴν ἐλπίδα τους στὸ Θεὸ καὶ στὴν Παναγιά. Τὰ λόγια του μᾶς τὰ κράτησε ὁ φίλος του ὁ Φραντζῆς, κ᾿ εἶνε σὰν συναξάρι: «Ὑμεῖς, εὐγενέστατοι ἄρχοντες κ᾿ ἐκλαμπρότατοι Δήμαρχοι καὶ γενναιότατοι συστρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός. Εἰξεύρετε, ὅτι ἐφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν θέλει στενοχωρήσει ἡμᾶς μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς, (... Ἔχω παραλείψει ἀνάμεσα ...) ὅπως, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις ἐκχύσῃ τὸ φαρμάκιον καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ, στῆτε ἀνδρείως. Ἰδού, σᾶς παραδίδω τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην Πόλιν, τὴν πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων! Αὐτὸς ὁ ἀλιτήριος Ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφοῦ, ἐλθών, μᾶς ἠπείλησε. Τώρα δέ, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσετε. Ἡμεῖς γὰρ πᾶσαν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν ἀνεθέμεθα, ἐκεῖνοι δὲ εἰς τὰ ὅπλα. Διό, συστρατιῶται, γίνεσθε ἕτοιμοι καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Μιμήθητε τούς ποτε τῶν Καρχηδονίων ἐλέφαντας, οἵτινες τοσοῦτον πλῆθος ἵππων Ρωμαίων διὰ μόνης της θέας καὶ τῆς φωνῆς αὐτῶν ἐξεδίωξαν. Ἐὰν δὲ τὰ ἄλογα ζῶα ἐδίωξαν τοὺς ἐχθρούς, πόσον μᾶλλον ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι εἴμεθα κύριοι τῶν ἀλόγων ζώων καὶ ἀγωνιζόμεθα πρὸς χείρονας καὶ αὐτῶν τῶν ἄλογων ζώων. Αἱ ρομφαῖαί σας καὶ τὰ τόξα σας καὶ τὰ ἀκόντια ἂς ριφθῶσι κατ᾿ αὐτῶν, οὐχὶ ὡς κατ᾿ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ὡς κατ᾿ ἀγρίων χοίρων, διὰ νὰ γνωρίσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι μάχονται πρὸς τοὺς κυρίους καὶ αὐθέντας αὐτῶν, πρὸς τοὺς ἀπογόνους τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ρωμαίων.»
Πολὺ μεγάλο παράπονο ἔχουν τὰ λόγια, ποὺ λέγει γιὰ τὴν Παναγιὰ καὶ γιὰ τὴν Πόλη, τὴν ἀγαπημένη της πολιτεία. Θαρρεῖς πῶς μοιρολογᾷ τὴν κόρη του: «Τὸ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν· ἡ ἐλπὶς καὶ ἡ χαρὰ πάντων των Ἑλλήνων· τὸ καύχημα πάντων ὅσοι ζῶσιν ὑπὸ τὴν ἡλίου Ἀνατολήν. Ζητεῖ δὲ (ὁ Ἀμηρᾶς) πῶς νὰ εὕρῃ καιρὸν νὰ ἀφανίσῃ ὡς ρόδον τοῦ ἀγροῦ τὴν ποτὲ περιφανῆ καὶ ἀνθίζουσαν ταύτην τῶν πόλεων βασιλεύουσαν.»
Ὕστερα γυρίζει καὶ λέγει στοὺς Βενετσάνους, ποὺ στεκόντανε στὰ δεξιά του: «Ἐνετοὶ εὐγενεῖς, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ἐν Χριστῷ, ἄνδρες ἰσχυροί! Τὴν σήμερον παρακαλῶ νὰ ὑπερασπισθῆτε μεθ᾿ ὅλης της ψυχῆς σας τὴν πόλιν ταύτην, γνωρίζοντες, ὅτι δευτέραν πατρίδα καὶ μητέρα ἔχετε αἰωνίως.»
Στὸ τέλος γυρίζει καὶ λέγει σ ὅλο τὸ λαό: «Καιρὸν δὲν ἔχω νὰ σᾶς εἴπω περισσότερα. Ἰδοὺ τὸ τεταπεινωμένον μου τοῦτο σκῆπτρον εἰς τὰς χεῖρας πάντων ὑμῶν ἀνατίθημι. Φυλάξατέ το μετ᾿ εὐνοίας! Πολὺ δὲ παρακαλῶ ὑμᾶς νὰ δείξητε τὴν πρέπουσαν εὐπείθειαν...»
Ὁ βασιλιὰς ἔκλαιγε, ἔκλαιγε κι᾿ ὁ λαὸς καὶ φώναξε: «Ἂς πεθάνουμε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν πατρίδα μας!» Ἀγκαλιαζόντανε καὶ συγχωρνιόντανε. Ὕστερα τραβήξανε στὴν Ἁγια-Σοφιά. Κόσμος, παλαβωμένος ἀπ᾿ τὸ φόβο, τὴν εἶχε γιομίσει κ᾿ οἱ καμάρες ἀντιλαλούσανε ἀπὸ τὸ θρῆνο. Οἱ γυναῖκες κλαίγανε σιγανά, τὰ παιδιὰ ξεφωνίζανε κι᾿ ὅλοι τρέμανε σὰν τὰ καλάμια. Ποιὰ καρδιὰ δὲ θὰ ράγιζε! «Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλον ἄνθρωπος ἢ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι.» Οἱ διάκοι λέγανε μπροστὰ στὴν Ἅγια Πόρτα τὰ Εἰρηνικά, μὰ ἡ ὀχλοβοὴ δὲν ἄφηνε ν᾿ ἀκουστῇ ἡ φωνή τους. Σὰν ἀρχίσανε οἱ ψαλτάδες, τὸ Κοινωνικὸ «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος, ἀλληλούϊα», ὁ βασιλιὰς τράβηξε κατὰ τὸ τέμπλο, ντυμένος μὲ τὰ τριμμένα ροῦχα του, δακρυσμένος, μαραζωμένος, μὲ γένεια καὶ μαλλιὰ ἀχτένιστα σὰν βαρυποινίτης, κ᾿ ἔπεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγιᾶς μ᾿ ἀναστεναγμούς, μουρμουρίζοντας: «Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου μὲ ζάλαι ὥς περ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε, καὶ τὴν ἐμὴν κατασχοῦσαι καρδίαν κατατιτρώσκουσι βέλει τῶν θλίψεων.» Καὶ σὰν ἐβγῆκε ὁ Πατριάρχης μὲ τὸ ποτήρι, πῆγε καὶ μετάλαβε κ᾿ ὕστερα γύρισε κατὰ τὸ λαὸ κ᾿ εἶπε: «Χριστιανοί, συγχωρῆστε τὶς ἁμαρτίες μου, κι᾿ ὁ Θεὸς ἂς συγχωρέσῃ τὶς δικές σας!» Κι᾿ ὁ κόσμος μὲ μιὰ φωνὴ φώναξε: «Συγχωρεμένος!» Μέσα στ᾿ Ἅγιο Βῆμα ὁ Πατριάρχης, σκυμμένος ἀπάνω στὰ τίμια δῶρα, μνημόνευε: «Μνήσθητι, Κύριε, τῆς πόλεως, ἐν ᾗ παροικοῦμεν, καὶ πάσης πόλεως καὶ χώρας, καὶ τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς. Μνήσθητι, Κύριε, πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων. Μνήσθητι, Κύριε, τῶν μεμνημένων τῶν πενήτων, καὶ ἐπὶ πάντας ἡμᾶς τὰ ἐλέη σου ἑξαπόστειλον.»
Σὰν τελείωσε ἡ λειτουργία, ἤτανε νύχτα. Ὁ βασιλιὰς πῆγε στὸ παλάτι καὶ κάθησε λίγη ὥρα γιὰ νὰ συγχωρεθῇ μὲ τοὺς δικούς του καὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες του. «Ἐν τῇδε τῇ ὥρᾳ τίς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους, τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ;» Καὶ σὰν τοὺς ἀποχαιρέτισε, καβαλλίκεψε τ᾿ ἀλογό του μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του καὶ ἐπιθεώρησε τὸ κάστρο γιὰ νὰ δῇ ἂν εἶνε στὸν τόπο του ὁ καθένας. Ὅλοι βρισκόντανε στὶς πόστες τους, κ᾿ οἱ πόρτες ἤτανε καλὰ ἀμπαρωμένες. Φτάνοντας στὴν πόρτα Καλιγαρία, ἀνέβηκε μοναχὸς ἀπάνω στὸ κάστρο, ἔχοντας μαζί του τὸ Φραντζῆ, τὸν μπιστεμένο φίλο του, κι᾿ ἀκούσανε ἀπ᾿ ὄξω βουὴ καὶ φωνὲς πολλές, κ᾿ οἱ φύλακες τοὺς εἴπανε πῶς ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ νύχτωσε οἱ Τοῦρκοι ἔτσι βουΐζανε, γιατὶ κουβαλούσανε κοντὰ στὸ κάστρο τὶς μηχανὲς καὶ τὶς σκάλες. Τὴν ὥρα, ποὺ φώναξε πρώτη φορὰ ὁ κόκκορας, ἔφταξε ὁ βασιλιὰς στὴν πόρτα τοῦ Ἁγίου Ῥωμανοῦ.
Στὸ δεύτερο λάλημα τοῦ πετεινοῦ ἄρχισε ὁ πόλεμος. Οἱ Τοῦρκοι ξαμολυθήκανε ἀπὸ παντοῦ σὰν ἄγρια βουβάλια, βγάζοντας ἀφροὺς ἀπ᾿ τὰ στόματά τους. Τέτοιο οὔρλιασμα καὶ ποδοβολητὸ ἔβγαινε ἀπὸ κεῖνο τ᾿ ἀμέτρητο κοπάδι καὶ τόσο πατιρντὶ κάνανε τὰ τούμπανα, οἱ ζουρνάδες κ᾿ οἱ ντερβισάδες, π᾿ ἀντιλαλήσανε ὁλοτρόγυρα τὰ βουνά, σὰ νὰ γκρεμνιζόντανε. Τοῦτοι, ποὺ κάνανε τὸ πρῶτο ρεσάλτο, ἤτανε οἱ πειὸ πολλοὶ χριστιανοί, ποὺ δουλεύανε στὸ σουλτάνο μὲ τὸ στανιό, καὶ τοὺς ἔρριξε πρώτους στὴ φωτιά, γιὰ νὰ πάρουνε ὅλη τὴ μπόρα. Κουβαλούσανε σκάλες ἀναρίθμητες καὶ τὶς ἀκουμπούσανε στὸν τοῖχο, μὰ οἱ Ἕλληνες τοὺς γκρεμνίζανε καὶ ρίχνανε μεγάλες πέτρες ἀπὸ πάνω τους καὶ τοὺς σκοτώνανε. Τὸ χαντάκι γιόμισε σκοτωμένους καὶ λαβωμένους. Ὅσοι γλυτώνανε, θέλανε νὰ στρίψουνε πίσω, μὰ οἱ γενιτσάροι τοὺς λιανίζανε μὲ τὰ γιαταγάνια, ὅπου, βλέποντας πῶς κ᾿ ἔτσι κι ἀλλοιῶς θὰ πεθαίνανε, γυρίζανε καὶ πολεμούσανε. Στὸ μεταξὺ ἄρχισε νὰ γλυκοχαράζῃ καὶ νὰ σβύνουνε τἄστρα ἕνα ἕνα.
Σὰν τσακισθήκανε τοῦτοι οἱ πρῶτοι, χυμήξανε ἄλλοι πειὸ λυσσασμένοι, σὰν τὰ πεινασμένα λιοντάρια ποὺ πέφτουνε ἀπάνω σε λάφια.
Κι᾿ αὐτοὶ στεριώσανε πλῆθος σκάλες κι᾿ ἀνεβαίνανε ἀπάνω μ᾿ ἀλαλαγμὸ πολύν. Μὰ πάλι οἱ χριστιανοὶ τοὺς γκρεμνίσανε καὶ μὲ τὶς σαγίτες καὶ μὲ τὰ μικρὰ κανόνια ποὔχανε, σκοτώσανε τόσους Τούρκους, ποὺ στοιβαστήκανε ὁ ἕνας ἀπὰ στὸν ἄλλον σὰν σακκιά. Δὲν προφτάξανε νὰ φχαριστήσουνε τὸ Θεὸ κ᾿ ἔπεσε ἀπάνω στὸ κάστρο τρίτο κοπάδι, τὸ πειὸ μανιασμένο μὲ φωνὲς φοβερὲς καὶ μὲ τούμπανα, κατὰ τὰ συνηθισμένα. Αὐτοὶ ἤτανε τ᾿ ἄνθος, οἱ διαλεχτοὶ τοῦ σουλτάνου, οἱ γενιτσάροι, οἱ σουμπασίδες καὶ τέλος οἱ πειὸ ἀντρειωμένοι Τοῦρκοι. Μ᾿ ὅλο ποὺ οἱ Ἕλληνες ἤτανε τσακισμένοι ἀπ᾿ τὴν κούραση, μπορέσανε καὶ βαστάξανε καὶ τούτη τὴ φορά. Κάψανε τὶς μηχανές, τσακίσανε τὶς ἀνεμόσκαλες, μ᾿ ἕναν λόγο τέτοιο φονικὸ κάνανε, ποὺ γιὰ μιὰ στιγμὴ οἱ Τοῦρκοι δειλιάσανε καὶ λίγο ἔλειψε νὰ γυρίσουνε τὶς πλάτες. Μὰ ὁ σουλτὰν Μεμέτης ἔπεσε ὁ ἴδιος ἀπάνω τους μὲ τὸ γιαταγάνι στὸ χέρι, κι᾿ ἄλλους ἔσφαξε, ἄλλους πλήγωνε. Τὸ ἴδιο κάνανε κ᾿ οἱ ἀξιωματικοί του μὲ τὰ καμουτσιὰ καὶ μὲ μεγάλες φωνές, σὰ νὰ σαλαγούσανε κανένα κοπάδι καμῆλες. Οἱ ζεμπέκηδες βγάλανε πάλι μιὰ φωνὴ ἴσαμε τὸν οὐρανό, δίνοντας κουράγιο ὁ ἕνας στὸν ἄλλο κι᾿ ὡρμήσανε ἀπάνου στὸν τοῖχο. Οἱ πειὸ ἄφοβοι κ᾿ οἱ πειὸ δυνατοὶ ἀνεβαίνανε ὁ ἕνας ἀπάνω στοὺς ὥμους τ᾿ ἀλλουνοῦ κ᾿ ἔτσι κάνανε σκάλες καὶ φτάνανε ἴσαμε τὸ φρύδι τοῦ τοίχου, πὤξωνε τὸ μεγάλο κάστρο ἀπ᾿ ἔξω, καὶ ποὺ ἤτανε χαμηλότερο. Κι᾿ ἅμα βρεθήκανε κάμποσοι ἀνεβασμένοι ἐκεῖ ἀπάνω, γίνηκε πόλεμος σκληρὸς καὶ σκοτωμὸς ἀλύπητος κι᾿ ἀπὸ τὶς δυὸ μεριές. Οἱ Ρωμιοὶ ἀρχίσανε νὰ παραδίνουνε. Τότε ὅμως ὁ Θεόφιλος Παλαιολόγος κι᾿ ὁ Δημήτρης Κατακουζηνὸς ὡρμήσανε καὶ γκρεμνίσανε τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς σκοτώσανε. Ὁ βασιλιᾶς ἔτρεξε πρὸς αὐτὸ τὸ μέρος κ᾿ ἐπίασε καὶ φώναξε γιὰ νὰ τοὺς δώσῃ καρδιά: «Ἀδέρφια μου, βαστᾶτε γερά, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Βλέπω πῶς οἱ ὀχτροὶ δειλιάζουνε καὶ διασκορπίζουνται, γιατὶ δὲν ἔρχουνται μὲ τάξη, ὅπως συνηθίζουνε!»
Τότες ἀρχίσανε νὰ χτυπᾶνε οἱ καμπάνες σ᾿ ὅλη τὴν πολιτεία. Θρῆνος καὶ κλαυθμὸς ἔβγαινε ἀπὸ παντοῦ. Οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ εἴχανε γίνει σὰν κερένια ἀπὸ τὸ φόβο τους, ὅσο ἀκούγανε ἐκεῖνες τὶς φωνές, ποὺ δὲ βγαίνανε ἀπὸ λαρύγγια ἀνθρώπινα, μὰ ἀπὸ θηρία. Ἄντρες καὶ γυναῖκες ἤτανε γονατιστοὶ καὶ κλαίγανε καὶ παρακαλούσανε τὸ Θεὸ νὰ τοὺς λυπηθῇ.
Στὸ μεταξὺ οἱ Τοῦρκοι πολεμούσανε μὲ τὴν ἴδια καὶ περισσότερη μανία. Ὁ μεγάλος τράκος γινότανε κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ, ποὺ βρισκότανε ὁ Παλαιολόγος, καὶ ρίχνανε σαγίτες ἀμέτρητες σὰν τὸν ἄμμο τῆς θάλασσας καὶ κάμποσες μπάλλες μὲ τὰ κανόνια. Τὸ μεγάλο κανόνι, ποὺ τὸ λένε χωνεία οἱ παλιοὶ ἱστορικοί, σφεντόνιζε κάθε τόσο κι᾿ ἀπὸ μιὰ κοτρώνα ποὖχε βάρος διακόσες λίτρες. Ὁ Βενετσάνος Νικολὸς Μπάρμπαρος λέγει πὼς οἱ μπάλλες κ᾿ οἱ πέτρες κ᾿ οἱ σαγίτες, ποὔχανε πέσει μέσα στὴ χαμηλὴ μάντρα τοῦ κάστρου, ἤτανε νὰ φορτώσης ἀπάνου ἀπὸ ὀγδόντα καμήλια, κ᾿ ὅσες εἴχανε πέσει μέσα στὸ χαντάκι ἤτανε γιὰ νὰ φορτώσης ἴσαμε εἴκοσι καμήλια. Μιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς μπάλλες ἄνοιξε μιὰ σκισμάδα στὴ μάντρα τοῦ χαμηλοῦ κάστρου καὶ σήκωσε τέτοιον καπνὸ καὶ τέτοιο χῶμα, ποὺ δὲ φαινότανε τίποτα. Οἱ Τοῦρκοι, βοηθούμενοι ἀπ᾿ τὸν καπνό, μπήκανε στὸ μικρὸ κάστρο ἴσαμε καμμιὰ τρακοσαριά, μὰ οἱ Χριστιανοὶ γλήγορα τοὺς διώξανε καὶ κόψανε τοὺς πειὸ πολλούς. Αὐτὸ δυνάμωσε γιὰ λίγο τὴν καρδιά τους. Μὰ σὲ λίγο ξαναμπήκανε πάλι οἱ Τοῦρκοι, καὶ τούτη τὴ φορὰ γιόμισε ὁ τόπος, ἁπάν᾿ ἀπὸ τριάντα χιλιάδες. Ἤτανε μεθυσμένοι ἀπ᾿ τὸ αἷμα, κι᾿ ἀνεβαίνανε ποδοπατώντας καὶ σπρώχνοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σὰν ἀγριοκάτσικα. Βγάζανε τέτοια γαυγίσματα, πὤλεγες πῶς εἶνε ἡ κόλαση. Κι᾿ ἀφοῦ σκοτωθήκανε πολὺ πλῆθος, κρατήσανε τὸ μικρὸ τὸ κάστρο καὶ σὲ λίγο εἴχανε ἔμπει μέσα στὴν πρώτη μάντρα περισσότεροι ἀπὸ ἑβδομήντα χιλιάδες. Οἱ σκοτωμένοι κειτόντανε κουβάρες σὰν σακκιά.
Ἀπάνω σ᾿ αὐτὰ πληγώθηκε στὸ ποδάρι ὁ στρατηγὸς Γιουστινιάνης. Μὲ μιᾶς μαθεύτηκε τούτη ἡ δυστυχία ἀπὸ τὴν μιὰ ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη κι᾿ ὅλοι μαραθήκανε. Ὁ βασιλιᾶς ἔφταξε, καὶ βλέποντας τοὺς στρατιῶτες φοβισμένους καὶ τὸ Γιουστινιανὸ νἆνε σαστισμένος καὶ νὰ θέλῃ νὰ τραβηχτῇ ἀπ᾿ τὸ κάστρο, τοῦ λέγει: «Ἀδερφέ μου, τί κάνεις; γύρισε πίσω στὴν πόστα σου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· ἡ λαβωματιά σου δὲν εἶνε βαρειά. Ἀπάνω σε τούτη τὴ στιγμὴ μᾶς ἀφήνεις πὤχουμε περισσότερο τὴν ἀνάγκη σου; στὰ χέρια τὰ δικά σου κρέμεται ἡ Κωνσταντινούπολη!» Μὰ ὁ Γιουστινιανός, ποὺ στάθηκε πάντα παλληκάρι, εἶχε πάθει μεγάλη ταραχὴ κ᾿ ἔφυγε. Πέρασε στὸ Γαλατᾶ καὶ κεῖ πέρα πέθανε σὲ λίγες μέρες.
Οἱ Τοῦρκοι καταλάβανε πὼς κάτι ἔτρεχε στὸ μέρος τῶν Γραικῶν καὶ πήρανε τὰ μπρός. Τότες ἕνας γενίτσαρος φοβερός, Χασάνης Λουπαδίτης λεγόμενος, πήδηξε πρῶτος ἀπάνω στὸ μεγάλο κάστρο, βαστώντας μὲ τόνα χέρι τὸ σκουτάρι του (ἀσπίδα) ἀπάν᾿ ἀπὸ τὸ κεφάλι του κι᾿ ἀπὸ τἄλλο τὸ σπαθί του. Ἀπὸ πίσω του σκαλώσανε εὐθὺς καμμιὰ τριανταριὰ σύντροφοί του. Οἱ Χριστιανοὶ γκρεμνίσανε τοὺς μισοὺς κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ Χασάνης ἔπεσε χάμω, βαρεμένος ἀπὸ τὶς πέτρες, ποὺ ρίχνανε βροχὴ οἱ Γραικοί. Μ᾿ ὅλα ταῦτα πάλι ξανασηκώθηκε ἀπάνω στὸ γόνατό του καὶ πολέμαγε. Μὰ τοὔπεσε τὸ σκουτάρι κ᾿ εὐθὺς γιόμισε τὸ κορμί του ἀπὸ σαγίτες καὶ ξεψύχησε. Ὡς νὰ σκοτωθῆ αὐτός, εἴχανε ἀνεβῆ πολλοὶ Τοῦρκοι στὸ μεγάλο κάστρο. Μέσα στὴν ὀχλοβοὴ κάποιοι ἀπὸ δαύτους κατεβήκανε ἀπὸ μέσα καὶ βγάλανε τὶς ἀμπάρες. Τότες ἀκουστήκανε ἀπὸ παντοῦ φωνὲς φοβερές: «Ἡ Πόλη πατήθηκε!» Ὁ κόσμος ἔτρεχε στὴ θάλασσα νὰ γλυτώσῃ.
Κείνη τὴν ὥρα ἔβγαινε ὁ ἥλιος. Οἱ Τοῦρκοι μπαίνανε σὰν ποτάμι ἀφρισμένο ἀπὸ τὰ κάστρα κι᾿ ἀπὸ τὴν πόρτα. Οἱ Χριστιανοὶ ἀπελπισμένοι πέφτανε μὲ σφαλιχτὰ μάτια ἀπάνω τους, κ᾿ ἔγινε τέτοιος σκοτωμός, ποὺ τὸ αἷμα ἔτρεχε νὰ κολυμπήσῃ δαμάλι. Ὁ βασιλέας, παραμιλώντας ἀπ᾿ τὴν ἀπελπισιά του, χύμηξε στὴν πόρτα μὲ τὰ παλληκάρια του κ᾿ ἔπεσε μέσα στὸ πειὸ πηχτὸ τουρκομάνι, βαρώντας μὲ τὸ σπαθί του. Ὁ Δὸν Φραγκίσκος ὁ Τολεδάνος, πὤλαχε νἆνε στὸ δεξί του χέρι, ἔχασε τὸ σπαθί του καὶ χύθηκε καὶ ξέσκιζε τοὺς Τούρκους μὲ τὰ νύχια καὶ μὲ τὰ δόντια. Ὁ Θεόφιλος Παλαιολόγος, βλέποντας ματωμένο τὸ βασιλέα, ἔβαλε μιὰ φωνὴ κ᾿ ἔκραξε κλαίγοντας: «Θέλω ν᾿ ἀποθάνω κι᾿ ὄχι νὰ ζήσω!» Ὁ Γιάννης ὁ Δαλμάτης κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ ἐκεῖ βουλιάξανε καὶ χαθήκανε. Ὁ βασιλιὰς βλέποντας πὼς ἀπόμεινε μονάχος ζωντανός, φώναξε: «Δὲν ὑπάρχει Χριστιανὸς νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι μου!» Τὴν ἴδια τὴν στιγμὴ τὸν βαρέσανε δυὸ Τοῦρκοι, ὁ ἕνας στὸ πρόσωπο κι᾿ ὁ ἄλλος στὸν ὦμο. Τὸ κορμί του κύλησε κι᾿ ἀνακατεύτηκε μέσα στὸ σωρὸ πὤφραξε τὴν πόρτα.
Τὸ κούρσεμα τῆς Πόλης
Σὰν πατήθηκε πειὰ ἡ πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ καὶ σκοτώθηκε ὁ βασιλιᾶς, οἱ Τοῦρκοι γιουργιάρανε μέσα στὴν Πόλη σὰν τ᾿ ἀγριεμένο ξεροπόταμο ποὺ κατεβαίνει στενεμένο ἀνάμεσα στ᾿ ἀψηλὰ βράχια, ὓστερ᾿ ἀπὸ νεροποντή. Δὲ μπαίνανε ἑκατὸ-ἑκατό, μηδὲ διακόσιοι, μὰ χιλιάδα ἀπάνω στὴ χιλιάδα. Τέτοια ἤτανε ἡ μανία τους μὴ δὲν προφτάξουνε νὰ κουρσέψουνε, ποὺ ἀπ᾿ τὸ στρίμωγμα λαβωνόντανε συναμεταξύ τους καὶ πολλοὶ σκάσανε ποδοπατημένοι ἀπ᾿ τοὺς δικούς τους. Καὶ σὰ μπαίνανε μέσα στὸ κάστρο, σκορπίζανε ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, κοπάδια-κοπάδια, σφάζοντας ὅποιον βρίσκανε μπροστά τους, εἴτε γυναίκα, εἴτε παιδί, εἴτε ἄντρα.
Τὸ μεγάλο μακελειὸ βάσταξε ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ἴσαμε τὸ μεσημέρι. Πολλοὶ χριστιανοὶ κρυφτήκανε μέσα σὲ λαγούμια καὶ σὲ σπηλιὲς κ᾿ ὕστερά τους βρήκανε καὶ τοὺς σκλαβώσανε.
Φτάνοντας οἱ Τοῦρκοι στὴν πλατεία, ἀνεβήκανε στὸν πύργο καὶ κατεβάσανε τὴ βυζαντινὴ σημαία καὶ τὴ σημαία τ᾿ ἁγίου Μάρκου καὶ ἰσάρανε στὸν τόπο τους τὸ σαντάρδο τοῦ σοῦλτάνου. Τὰ κάστρα ἀπὸ τὴ μιὰν ἄκρη ἴσαμε τὴν ἄλλη πέσανε στὰ χέρια τοῦ Τούρκου. Μονάχα οἱ Κρητικοί, ποὺ βρισκόντανε μέσα στοὺς πύργους τοῦ Λέοντα καὶ τοῦ Βασιλείου, βαστήξανε τὸν πόλεμο ἴσαμε τὸ μεσημέρι. Ὁ σουλτὰν Μεμέτης σὰν τἄκουσε θαύμασε τὴν παλληκαριά τους καὶ τοὺς ἄφησε νὰ φύγουνε στὴν πατρίδα τους, παίρνοντας μαζί τους ὅ,τι εἴχανε ἀπάνω τους.
Ὅπως εἶπα πρωτύτερα, πολὺς κόσμος ἔτρεξε στὴ θάλασσα νὰ γλυτώσῃ, μὰ ἔπεσε μαζεμένος στὰ καράβια καὶ πολλὰ βουλιάξανε καὶ πνιγήκανε πολὺς λαός. Οἱ πορτιέρηδες, βλέποντας τὸν κόσμο ποὺ ὡρμοῦσε ὄξ᾿ ἀπὸ τὶς πόρτες, θυμηθήκανε ἕνα παλιὸ ρητὸ πὤλεγε πῶς ἡ πόλη θὰ ξαναπαιρνότανε ἀπ᾿ τὰ χέρια τῶν Τούρκων ἂν γυρίζανε πίσω οἱ Χριστιανοί, κλειδώσανε τὶς πόρτες καὶ ρίξανε τὰ κλειδιὰ ὄξ᾿ ἀπ᾿ τὸ κάστρο. Τότε δὰ φούντωσε ἡ σφαγή, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ τὴ χωρέσῃ τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσοι γλυτώσανε χάσανε τὰ φρένα τους καὶ τρέχανε νὰ κλειστοῦνε στὴν Ἁγια-Σοφιά. Κείνη τὴν ὥρα ἤτανε πὤχαν᾿ ἡ μάννα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴ μάννα. Θεὲ μεγαλοδύναμε, ἀπάνω σ᾿ αὐτοὺς τοὺς συμφοριασμένους ἔπεσε ὅλη ἡ ὀργή σου! Μερμηγκιὰ ἀμέτρητη πλημμύρισε τὴν ἐκκλησιά, ἀπάνω, κάτω, στὸ νάρθηκα, στ᾿ ἅγιο βῆμα, σὲ κάθε μεριά. Σφαλίξανε τὶς πόρτες καὶ παρακαλούσανε μὲ μεγάλες φωνὲς τὸ Θεὸ νὰ τοὺς λυπηθῇ. Οἱ κουμπέδες κ᾿ οἱ θεόρατες καμάρες ἀντιβουίζανε καὶ ρίχνανε πιὸ πολλὴ τρομάρα στὶς καρδιὲς τῶν κοριτσιῶν· τὰ μικρὰ παιδάκια ξεψυχούσανε ἀπ᾿ τὸ φόβο τους. Σὲ λίγο φτάξανε οἱ Τοῦρκοι καὶ πιάσανε νὰ βαρᾶνε μὲ τοὺς μπαλτάδες τὶς πόρτες. Τὸ κοπάδι, ποὺ ἤτανε μαντρισμένο μέσα βέλαζε λυπητερὰ σὲ κάθε τσεκουριά.
Ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ πῇ τί γίνηκε σὰν μπήκανε μέσα οἱ Τοῦρκοι, βαστώντας στὰ χέρια τους ἄλλοι ματωμένα μαχαίρια μιὰ ὀργυιὰ μάκρος, ἄλλοι πελέκια ἀκονισμένα, ἄλλοι κοντάρια, π᾿ ἀστράφτανε οἱ σουβλερὲς μύτες τους. Ἡ ἐκκλησιὰ πιτσιλίστηκε ἀπ᾿ τὰ αἵματα σὲ δυὸ μπόγια ὕψος, πὤλεγες πὼς ἤτανε χασάπικο. Ὅσοι ἀπομείνανε ζωντανοὶ εἴχανε τρελλαθῆ. Οἱ Τοῦρκοι δένανε τοὺς ἄντρες μὲ σκοινιά, τὶς γυναῖκες μὲ τὶς ζῶνες τους. Ἔβλεπες ἀφεντάδες δεμένους πιστάγκωνα μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες, κυράδες μὲ τὶς δοῦλες, παπάδες μὲ γρηές, δεσποτάδες, παλληκάρια βουτημένα στὸ αἷμα. Ὁ ἕνας μπροστὰ στὸν ἄλλον βιάζανε τὶς γυναῖκες, ἀνάμεσά σε κουφάρια καὶ σὲ λαβωμένους ποὺ μουγκρίζανε.᾿Ἄλλοι πάλι ἀπὸ κεῖνα τ᾿ ἀγρίμια ξεγυμνώνανε τὴν ἐκκλησιά. Μέσα σὲ μιὰ ὥρα ἀπομείνανε μονάχα οἱ τοῖχοι. Δὲν ἀφήσανε μηδὲ καντήλι, μηδὲ δισκοπότηρο, μηδὲ βαγγέλιο, μηδὲ εἰκόνα, μηδὲ ροῦχα, τίποτα! Πῶς περνᾶ ἡ ἀκρίδα ἀπὸ νὰ καταπράσινο περιβόλι κ᾿ ὕστερα, σὰν κάνῃ φτερά, ἀφήνει χῶμα μοναχό, ἔτσι ἀπόμεινε κ᾿ ἡ Ἁγια-Σοφιὰ ξεγυμνωμένη.
Τὸ μαχαίρι κ᾿ ἡ φωτιὰ βάσταξε τρία μερόνυχτα, ὅπως εἶχε ταμένο στοὺς στρατιῶτες του ὁ σουλτάνος. Ἡ ἀπέραντη Κωνσταντινούπολη ἀντιλαλοῦσε μέρα νύχτα. Τί αἷμα καὶ τί δάκρυα χυθήκανε! Χιλιάδες καρδιὲς χτυπούσανε, τέτοια συμφορὰ δὲ μπορεῖ νὰ τὴ συλλογισθῇ ἄνθρωπος. Ἄλλοι σφαζόντανε πρὶν πᾶνε στὰ σπίτια τους, ἄλλοι καταφέρνανε νὰ φτάξουνε στὰ δικά τους μὰ δὲ βρίσκανε τὰ παιδιά τους καὶ τὶς γυναῖκες τους. Ἀντρόγυνα χωριζόντουσαν, ὁ ἕνας Τοῦρκος ἔσερνε τὸν ἄντρα κι᾿ ὁ ἄλλος τὴ γυναίκα. Τὰ παιδιὰ τὰ ξεκολλούσανε ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ τῆς μάννας, τὰ κορίτσια τὰ σέρνανε ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ μέσα στὸ δρόμο. Πεινασμένα σκυλιὰ πίνανε τὸ αἷμα π᾿ ἄχνιζε μέσα στὰ χαντάκια. Πειὸ πολλὰ ἤτανε τὰ κομμένα κεφάλια, ποὺ κειτόντανε στὸ χῶμα, παρὰ οἱ πέτρες τῆς γῆς. Φρόνιμες νοικοκυράδες, ποὺ δὲν τὶς εἶχε δῆ ὁ ἥλιος, ἀτιμαζόντανε γυμνὲς μέσα στὶς πλατεῖες. Παπάδες περπατούσανε βιαστικά, φορτωμένοι μὲ βαρειὰ σεντούκια, ποὺ τοὺς τἄχανε φορτωμένα οἱ ζεμπέκηδες καὶ τοὺς δέρνανε σὰν γαϊδούρια καὶ τοὺς τραβούσανε μὲ τὸ καπίστρι ποὔχανε περασμένο στὸ λαιμό τους. «Καὶ ἦν ἰδεῖν ὁρμαθοὺς ἐξερχομένους ἄπειρους ὥσπερ ἀγέλας».
Στὰ καράβια δὲν εἶχε ἀπομείνει μηδὲ ἕνας Τοῦρκος, γιατὶ ριχτήκανε στὸ πλιάτσικο. Μὲ μεγάλη μανία γυρεύανε νὰ βροῦνε τὰ γυναικεῖα μοναστήρια, τὰ πατούσανε καὶ κουβαλούσανε τὶς καλογρηὲς μέσα στὰ καράβια κ᾿ ἐκεῖ ὁ διάβολος πειὰ μπορεῖ νὰ πῇ τὸ τί γίνηκε. Πολλὲς γυναῖκες, γιὰ νὰ ξεφύγουνε τὴν ἀτιμία, πέσανε καὶ πνιγήκανε στὴ θάλασσα καὶ στὰ πηγάδια.
Οἱ Τοῦρκοι εἴχανε τούτη τὴ συνήθεια· ἅμα μπαίνανε μέσα σ᾿ ἕνα σπίτι γιὰ νὰ κουρσέψουνε, στήνανε μιὰ σημαία ἀπάνω στὰ κεραμίδια. Οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι, βλέποντας τούτη τὴ σημαία, δὲ μπαίνανε ποτὲ μέσα, μὰ τραβούσανε πάρα πέρα, νἄβρουνε ἄλλο σπίτι λεύτερο. Ἴσαμε διακόσες χιλιάδες τέτοια κουρέλια σαλεύανε ἀπάνω στὴν Πόλη, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι βάζανε πολλὲς παντιέρες στὸ ἴδιο σπίτι γιὰ νὰ κάνουνε πανηγύρι.
Ὅλη τὴ μέρα σφάζανε. Τόσο μουσκεμένη ἤτανε ἡ γῆς, πὤλεγες πὼς ἔβρεξε αἷμα, κι᾿ ὅπου ἔβρισκε χαντάκι τὸ αἷμα ἔτρεχε σὰ νἄτανε βροχονέρι. Τὰ κουφάρια τὰ ρίχνανε στὸ μπουγάζι τοῦ Βοσπόρου, καὶ τὸ ρέμα τὰ κατρακυλοῦσε σὰ νἄτανε πεπόνια, Χριστιανοὶ-Τοῦρκοι ἀνακατεμένοι.
Ὁ σουλτάνος δὲ μπῆκε μέσα στὴν Πόλη μὲ τὸ στρατό, παρὰ ἀπόμεινε στὸ στρατόπεδο. Κατὰ τὸ μεσημέρι οἱ πασάδες τοῦ πήγανε τὰ κλειδιά, σημάδι πὼς ἤτανε πειὰ δική του ἡ Κωνσταντινούπολη. Τότε καβαλλίκεψε καὶ μπῆκε μὲ τὴ συνοδειά του μέσα στὸ κάστρο καὶ τράβηξε ἴσια στὴν Ἅγια-Σοφιά. Δὲ μπῆκε μέσα στὴν ἐκκλησιὰ μὲ τἄλογο, παρὰ ξεπέζεψε καὶ μπαίνοντας μέσα θαύμασε πολλὴν ὥρα καὶ περιεργάσθηκε τὸ χτίριο. Ὕστερα φώναξε ἕναν χότζα καὶ τοῦπε ν᾿ ἀνεβῇ ἀπάνω στὸν ἄμβωνα καὶ νὰ φωνάξῃ τὴν προσευχή τους «Ἀλλάχου ἐκπέρ, Ἀλλάχου ἐκπέρ, Μουχαμετοὺλ ρεσοὺλ Οὐλλάχ.» Σὰν τελείωσε ὁ χότζας, ἀνέβηκε ὁ ἴδιος στὴν Ἅγια Τράπεζα καὶ τὸ ξανάπε.
Τὴν ὥρα πὤβγαινε ἔξω, εἶδε ἕναν Τοῦρκο ποὺ τσάκιζε τὰ μάρμαρα. Ὁ Μεμέτης τὸν βάρεσε μὲ τὸ καμουτσὶ λέγοντάς του: «Κιοπέκ, σᾶς ἄφησα τὸ θησαυρὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ τὰ χτίρια εἶνε δικά μου!»
Ἀπὸ κεῖ τράβηξε μὲ τοὺς πασάδες καὶ ρώτηξε γιὰ τὸ βασιλιᾶ τῆς Πόλης, ζῆ ἢ πέθανε. Καὶ σὰν τοὔπανε πὼς σκοτώθηκε, πρόσταξε καὶ πλύνανε πολλὰ κεφάλια στὸ μέρος ποὺ χάθηκε, γιὰ νὰ τὸν γνωρίσουνε, μὰ δὲ μπορέσανε μέσα σὲ τέτοιο πλῆθος. Σὲ λίγο ὅμως βρέθηκε τὸ κορμί του καὶ τὸ γνωρίσανε ἀπ᾿ τὰ κόκκινα ποδήματά του μὲ τοὺς κεντημένους ἀητούς. Κόψανε τὸ κεφάλι καὶ τὸ βάλανε σὲ μιὰ πλατεία κοντὰ στ᾿ ἄγαλμα τοῦ Γιουστινιανοῦ καὶ κεῖ στάθηκε ἴσαμε τὸ βράδυ. Ὕστερα τὸ μπαλσαμώσανε καὶ τὤστειλε ὁ σουλτάνος στὴν ἀνατολὴ ἀπὸ χώρα σὲ χώρα, γιὰ νὰ δῇ ὁ κόσμος τὴ νίκη του. Τὸ σῶμα τὸ πήρανε οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ θάψανε.
Τὰ πλιάτσικα κ᾿ οἱ σκλάβοι, ἄλλα στοιβαχθήκανε στὶς τέντες, ἄλλα φορτωθήκανε στὰ καράβια καὶ τραβήξανε νὰ τὰ πουλήσουνε, ὅπως ἔστερξε ὁ σουλτάνος. Κάθε Τοῦρκος ἤτανε φορτωμένος. Τί μαλάματα, τί ἀσήμια, τί χαλκώματα, τί ροῦχα μεταξωτά, τί βιβλία! Καράβια ὁλάκερα γεμίσανε καλογέρους καὶ καλογρηές. Ἔβλεπες ζεϊμπέκια ψειριασμένα νἆνε ντυμένα μὲ ροῦχα δεσποτικά, ἄλλοι φοράγανε χρυσὰ πετραχήλια, ἄλλοι κορῶνες καὶ καλυμμαύχια στὸ κεφάλι. Σκυλιὰ δεμένα μὲ ζῶνες κεντημένες, ἐπιγονάτια καὶ φελόνια γιὰ σαγὴ στ᾿ ἄλογα. Μέσα στοὺς ἀσημένιους δίσκους βάζανε ντομάτες καὶ κρέατα, πίνανε κρασὶ μέσα στὰ δισκοπότηρα. Φορτώσανε στὶς καρότσες βιβλία, ποὺ δὲν εἴχανε μετρημὸ καὶ τὰ σκορπίσανε σ᾿ ἀνατολὴ καὶ δύση. Γιὰ ἕνα γρόσι πουλιόντανε ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Πλάτωνας κ᾿ οἱ ἄλλοι ξακουσμένοι σοφοὶ τῆς ἀρχαιότητας, γραμμένοι σὲ πετσί, μὲ χρυσοκοντυλιὲς καὶ μὲ χρυσὰ δεσίματα. Τὰ εἰκονίσματα τὰ σκίζανε μὲ τὸ τσεκούρι καὶ βράζανε κρέας μέσα στὰ καζάνια.
Τὴ δεύτερη μέρα, δηλαδὴ στὶς 30 Μαγιοῦ, ξαναμπῆκε στὴν Πόλη ὁ σουλτάνος, μὲ πολλὴ παράταξη, κι᾿ ἀφοῦ τριγύρισε σὲ διάφορα μέρη, πῆγε καὶ στὸ παλάτι. Καὶ βλέποντάς το ἔρημο εἶπε ἕναν στίχο κάποιου Πέρση ποιητὴ γιὰ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου.
Ἤτανε πειὰ πεθαμένη καὶ θαμμένη ἡ ξακουσμένη Κωνσταντινούπολη, ἡ Θεοσκέπαστη, ἡ Νέα Σιών, ἡ Ἑφτάλοφη, τὸ καμάρι τῆς Ἀνατολῆς, πὤβρισκε ἄνθρωπος καὶ τοῦ πουλιοῦ τὰ γάλα. Ποὖχε τὸ κάστρο μὲ τοὺς τρακόσους πύργους, τὰ παζάρια, τὰ ἀρτοπρατεῖα, τὰ χαλκοπρατεῖα, τὰ ἀργυροπωλεῖα, τὰ βλατοπωλεῖα, τὰ κηροπωλεῖα, τὰ λουτρά, τὰ συντριβάνια, τὶς βρύσες, τὶς δεκαεννιὰ στέρνες, τὰ ἱπποδρόμια, τὰ παλάτια, τὶς τρακόσες ἐκκλησιὲς καὶ τὰ διακόσια μοναστήρια, τ᾿ ἀμέτρητα τ᾿ ἀγάλματα κι᾿ ὅ,τι μπορεῖ νὰ βάλῃ ὁ νοῦς τ᾿ ἀνθρώπου. «Τῇ δευτέρᾳ δὲ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης, εἰσελθὼν ὁ Μεχμέτης, περιόδευσε τὴν πόλιν· καὶ ἦν ἡ πᾶσα ἄοικος, οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε κτῆνος, οὔτε ὄρνεον κραυγάζον ἢ λαλοῦν ἐντός.»
Κοντὰ στὸ παλάτι ἑτοιμάσανε ἕνα μεγάλο τραπέζι γιὰ τὸ σουλτάνο, κι᾿ ἀφοῦ ἔφαγε, ἤπιε πολὺ κρασὶ καὶ μέθυσε. Τότε πρόσταξε νὰ τοῦ πάνε τὸ ναύαρχο Νοταρᾶ μὲ τὰ παιδιά του καὶ νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουνε. Πρῶτα σφάξανε τὰ παιδιὰ μπροστὰ στὸ συμφοριασμένον τὸν πατέρα, πὤλεγε ὁλοένα «δίκαιος εἶ, Κύριε!», κ᾿ ὕστερα τὸν ἴδιον. Δὲν περάσανε λίγες μέρες καὶ πρόσταξε νὰ κόψουνε καὶ τὸ Χαλὶλ πασᾶ, ποὺ τὸν ὑπωπτευότανε πὼς εἶχε προδώσει τὰ μυστικά του στοὺς γραικούς.
Τὸ τέλος τῆς Πόλης φαίνεται ἀκόμα πειὸ λυπητερὸ ἅμα συλλογισθῇ κανένας πῶς χαλάσθηκε τὸ μήνα Μάη, τὶς μέρες ποὺ μοσκοβολούσανε οἱ πασκαλιὲς κ᾿ οἱ τριανταφυλλιές. Ἀνήμερα ποὺ σκλαβώθηκε ἡ Πόλη ἤτανε τῆς Ἁγίας Θεοδοσίας, ποὺ τὴ γιορτάζανε πάντα οἱ Πολίτες στὶς 29 Μαγιοῦ μὲ μεγάλη δόξα στὴν ἐκκλησιά της, ποὺ γίνηκε ὕστερα τζαμί. Μ᾿ ὅλη τὴν ἀγωνία ποὺ περνούσανε, οἱ γυναῖκες τὴν εἴχανε στολισμένη, κατὰ τὰ συνηθισμένα, μὲ στεφάνια καὶ μὲ περιπλοκάδες ἀπὸ τριαντάφυλλα. Τὴν ὥρα, ποὺ μπήκανε μέσα οἱ Τοῦρκοι, ψέλνανε ἀκόμα οἱ ψαλτάδες. Τοὺς περάσανε ὅλους ἀπ᾿ τὸ μαχαίρι, κι᾿ ἀπὸ τότε βαστᾷ ἡ ὀνομασία «Γκιοὺλ Τζαμί», δηλαδὴ «Τὸ Τζαμὶ μὲ τὰ τριαντάφυλλα», καὶ μ᾿ αὐτὸ τὄνομα στέκει ὡς τὰ σήμερα. Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐκκλησιὰ λένε πὼς ὑπάρχει κ᾿ ἕνα μνημόρι, ὁπὤχει ἀπάνω στὴν πλάκα τούρκικα γράμματα, ποὺ λένε «Ἐδῶ κείτεται ἕνας μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ» καὶ πῶς αὐτὸς εἶνε ὁ τάφος τοῦ βασιλιὰ Παλαιολόγου.
Τοὺς Γενοβέζους τοῦ Γαλατᾶ ὁ σουλτάνος δὲν τοὺς πείραξε, γιατὶ σταθήκανε φίλοι του στὸν πόλεμο, τοὺς χάρισε μάλιστα καὶ προνόμια. Τὸ φιρμάνι ποὺ τοὺς ἔδωσε ἀρχίζει μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Ἐγὼ ὁ μέγας αὐθέντης καὶ μέγας Ἀμηρᾶς σουλτάνος ὁ Μεχμὲτ Μπέης, ὁ υἱὸς τοῦ μεγάλου αὐθέντου Ἀμηρᾶ Σουλτάνου τοῦ Μουρὰτ Μπέη. Ὀμνύω εἰς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ εἰς τὸν μέγαν ἡμῶν προφήτην Μωάμεθ, καὶ εἰς τὰ ἑπτὰ μουσάφια ὁποὺ ἔχομεν καὶ ὁμολογοῦμεν, καὶ εἰς τὰς ρκδ´ (124) χιλιάδας προφήτας τοῦ Θεοῦ καὶ πρὸς τὰς ψυχὰς τοῦ πάππου μου καὶ τοῦ πατρός μου, καὶ πρὸς ἐμαυτὸν καὶ πρὸς τὰ παιδιά μου, καὶ στὸ σπαθὶ ὁποὺ ζώννομαι...».

πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου