Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

δύο Ελλάδες



Είναι σαν να υπάρχουν δύο Ελλάδες που ζουν παράλληλα, που δε σκέφτονται το ίδιο, δεν πράττουν τα ίδια, δεν κυριαρχούνται από τον ίδιο νου και την ίδια βούληση. Είναι σαν δύο ψυχές σε ένα ταλαίπωρο σώμα, που δε γνωρίζει σε ποιαν ακριβώς πρέπει να ανήκει. Η γεωγραφική μας Ελλάδα, ως χώρος, κατοικείται από δύο Ελλάδες-ψυχές, που η μια υποβλέπει την άλλη, συγκάτοικοι στην ίδια τρέλα, που κανένα χάπι δεν μπορεί να θεραπεύσει. Αυτές οι δύο Ελλάδες για χρόνια αντιμάχονται μεταξύ τους. Η μια θέλει να φύγει «μπροστά», η άλλη την τραβάει «πίσω». Η μια θέλει να πάει δεξιά, η άλλη φωνάζει πάμε αριστερά. Η μια γνωρίζει μόνο το γκάζι, η άλλη πατάει το φρένο. Το Σύνταγμα δε σκέφτεται με όρους ψυχιατρικούς, ώστε να δώσει λύση στη σχιζοφρένεια. Όταν το Σύνταγμα συντάχθηκε, ο ασθενής δεν είχε εκδηλώσει την νόσο, ουδείς μπορούσε να προβλέψει πως πέρα από την προάσπιση της ελευθερίας της γνώμης, θα είχε να αντιμετωπίσει και την κατάχρηση της. Ουδείς μπορούσε να φανταστεί, ότι το Σύνταγμα θα έπαυε κάποτε να είναι ο ηγεμονικός νους που διέπει την εύρυθμη λειτουργία μιας εθνικής ενότητας, ενός λαού, μιας Ελλάδας.
Πολύ πριν χωριστεί η Ελλάδα σε γεωγραφικές περιφέρειες μέσω του Καλλικράτη, με σκοπούς και προθέσεις που ακόμη δεν έχουν γίνει κατανοητές, η εθνική ενότητα σε επίπεδο ιδεολογικό και πνευματικό εμφανίζεται διχασμένη. Η διάσπαση αυτής της συνοχής, παρόλο που αναφέρεται στη σφαίρα των ιδεών, ενσωματώνει παραδόξως στην έκφραση της και γεωγραφικά κριτήρια. Οι δύο Ελλάδες, περί ων ο λόγος, είναι δύο «χώρες» με διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων και με άλλες απόψεις περί της ενδεδειγμένης πορείας της χώρας.
Για την ακρίβεια, πρόκειται για μια μεγάλη Ελλάδα, που στο εσωτερικό της έχει αναπτυχθεί μια μικρότερη Ελλάδα, η οποία, παρά το μικρό της μέγεθος έχει αναλάβει την τύχη όλης της χώρας και την δεσμεύει με τις αποφάσεις της. Όμως, αυτή ακριβώς η μικρότερη Ελλάδα, είναι το δεύτερο πρόσωπο του σχιζοφρενούς ασθενή, που επισκιάζει το υγιές πρόσωπο και το έχει αντικαταστήσει. Αυτή είναι η κυρίως υπεύθυνη για την προβληματική συμπεριφορά που εμφανίζει προς τα έξω η χώρα. Αυτή είναι η αθηνοκεντρική Ελλάδα και οι πολιτικοί ένοικοι ενός πανθομολογουμένου αποτυχημένου συστήματος.

Όσοι έχουν ταξιδέψει εκτός Αθηνών, στην ελληνική ύπαιθρο, είναι αδύνατον να μην έχουν παρατηρήσει την έντονη διαφορά, όχι μόνο των τοπίων, αλλά κυρίως των ανθρώπων, σε σχέση με την αθηναϊκή νοοτροπία και χαοτική συμπεριφορά. Μόνιμη επωδός στα αυτιά μου, κάθε φορά που επισκέπτομαι το χωριό, είναι η φράση των φίλων: «χαλάρωσε, εδώ δεν είναι Αθήνα, εδώ έχουμε άλλο ρυθμό». Και κάθε φορά, που προσπαθώ απεγνωσμένα να χωρέσω σε ένα σαββατοκύριακο τις προσδοκίες πολλών μηνών, αισθάνομαι σαν να βιάζω με το άγχος την ειρήνη και την ηρεμία που μου προσφέρει ο τόπος, Όλα αυτά, δηλαδή, για τα οποία διψώντας, αποφάσισα να υποβληθώ στον κόπο του ταξιδιού.
Είναι αδύνατον, λοιπόν, να μη διακρίνει κανείς, αυτή την άλλη, τη μεγάλη Ελλάδα, που κουρνιάζει με τα λευκά φτερά της στις βουνοκορφές της Πίνδου, της Οίτης και των αρκαδικών βουνών. Είναι απίθανο να μη τη συναντήσει στο οροπέδιο του Ομαλού και στις πλαγιές του Ψηλορείτη. Θα είναι απίστευτο να μη την δει στις γαλάζιες εσχατιές των νησιών μας, στις χρυσές αμμουδιές τους, στα λευκά χωριουδάκια τους, στους στίχους του Ελύτη. Ακόμη και αν πάει κάποιος στην κοσμοπολίτικη Μύκονο, πίσω από τα αστραφτερά φλας των άγνωστων διασημοτήτων, πίσω από το real estate και τις ξενόγλωσσες πινακίδες, 500 μόλις μέτρα έξω από το Paradise, μια άλλη Ελλάδα κοιμάται και ξυπνάει, ακολουθώντας τη διαχρονική της ρότα, ανάμεσα στην Δήλο και στην Ρήνεια.
Προσπαθώ, αλλά δεν βλέπω, ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στη γριούλα ενός χωριού των Γρεβενών και στην πολιτικό που προανέφερα. Μοιάζουν σαν να προέρχονται από άλλες Ελλάδες. Και ας έχουν την ίδια ηλικία. Η τιμιότητα φωτίζει τον άνθρωπο, τον στολίζει ατίμητα και ας είναι ταπεινός. Σκύβω και φιλώ τα ροζιασμένα χέρια της που μεγάλωσαν τόσα παιδιά, που ζύμωσαν αμέτρητες σκάφες του επιούσιου άρτου. Κλίνω με σεβασμό την κεφαλή στον ψαρά που θαλασσοπνίγεται με την εικονίτσα του Αγίου Νικολάου στη βάρκα, και στον αγρότη που φιλάει τον σπόρο και τον αποθέτει στη μήτρα της γης, και στον βοσκό που σαλαγάει το κοπάδι του και αφιερώνει πανάρχαιες μελωδίες στον Πάνα.

Όλοι αυτοί, που ανήκουν στην άλλη Ελλάδα, την αυθεντική, είναι όλοι πατέρες και μητέρες μου, είναι αδέλφια μου και παιδιά μου, είναι η πατρίδα μου και ο λαός μου. Όλοι αυτοί και να ήθελαν να ξεχάσουν δε μπορούν. Και να ήθελαν να απαρνηθούν και να προδώσουν, δεν γίνεται. Η ελληνίδα γη δεν τους αφήνει. Είναι γλυκιά και είναι λιτή, ο αέρας της ευωδιάζει και τα κύμματα της ψέλνουν αιώνια ύμνους ορθρινούς και ωδές στις Νηρηίδες. Αυτή η γη σε κρατάει για πάντα. Οι ψίθυροι της αλήθειας της ακούγονται μέσα από το θρόισμα των πλατανιών, στο κελάρυσμα της νερομάνας, στα ερείπια των κάστρων που σφυρίζει ο άνεμος τις μικρές και μεγάλες τους ιστορίες. Είναι ο Επιτάφιος και η Ανάσταση. Είναι μια στοιχειωμένη Ελλάδα από φως και αλήθεια, που περιβάλλει το κρατίδιο των Αθηνών, της Θεσσαλονίκης και των μεγάλων πόλεων. Αυτό είναι το σχιζοφρενικό πρόσωπο της άλλης Ελλάδας, της υδροκέφαλης, της συμπιεσμένης, της αλλοτριωμένης, της συνωστισμένης με το μισό του ελληνικού πληθυσμού της. Που δεν γνωρίζει πια, ούτε ποια είναι, ούτε και που πορεύεται. Είναι ένα έκτρωμα, όπως είναι πάντα το προερχόμενο από μια αφύσικη σύλληψη. Μια μετάλλαξη, ένα αποκύημα αποτυχημένου ζευγαρώματος που έγινε πριν από 50 χρόνια. Της αστυφιλίας και του «εκσυγχρονισμού».

Όλα όσα αποτελούν τις αξίες και τα ιδανικά μας, βρίσκονται ακόμη ζωντανά στην Ελλάδα της υπαίθρου. Όποιος έχει ταξιδέψει στην ελληνική ύπαιθρο, έχει μυρίσει λιβάνι και βασιλικό και γεράνι. Έχει δει, Κυριακή πρωί, τις μικρές πέτρινες εκκλησιές γεμάτες με κόσμο. Έχει ακούσει δέκα καλημέρες και έχει πει άλλες τόσες σε ανθρώπους άγνωστους που συναντά στον δρόμο. Η ελπίδα βρίσκεται σε αυτή την Ελλάδα, που ανασαίνει έξω από τους τίτλους της πρώτης σελίδας. Βρίσκεται στα σηκωμένα μανίκια των ανθρώπων της που παράγουν ζωή και όχι υπηρεσίες.
Όλα, όσα αντίθετα συντελούν στην καταστροφή των πρώτων, βρίσκονται εκτεθειμένα στο γιουσουρούμ της Ελλάδας του κέντρου της Αθήνας. Δύο Ελλάδες διεκδικούν την χώρα σε μια γεωγραφία της σχιζοφρένειας. Η μια είναι η παλιά νοικοκυρά και η άλλη είναι η όψιμη μουσαφίρισσα, που μπήκε από την πίσω πόρτα και θέλει τώρα να κάνει κουμάντο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου